Και να που φτάσαμε στο τέρμα της φετινής μαραθώνιας διαδρομής, με τις δύο ομάδες που αποδείχτηκαν ικανότερες, αποτελεσματικότερες και ανθεκτικότερες από τις άλλες 30 με τις οποίες συμμετείχαν στη φάση των ομίλων, να είναι από τις πιο παλιές καραβάνες στον θεσμό, που μετράει πλέον 53 χρόνια ζωής.
Από την μία πλευρά η πανίσχυρη Ρεάλ Μαδρίτης, με τις δύο σερί κατακτήσεις, τις τρεις στην τελευταία τετραετία, η οποία έχει μετατρέψει το Champions League στη «δική της» διοργάνωση, έχοντας να επιδείξει 12 τρόπαια «με τα μεγάλα αυτιά» έναντι 7 της δεύτερης πιο επιτυχημένης στη διοργάνωση, Μίλαν.
Η Ρεάλ του Φλορεντίνο Πέρεθ, του Ζινεντίν Ζιντάν αλλά και του φανταστικού ρόστερ όπου δεσπόζει ο πεντάκις κάτοχος της Χρυσής Μπάλας και γεννημένος για τα μεγάλα ματς, Κριστιάνο Ρονάλντο.
Μία «βασίλισσα» που έχασε μεν τους τίτλους εντός των συνόρων (νταμπλ η Μπαρτσελόνα του Ερνέστο Βαλβέρδε) αλλά που στο UCL αποδείχτηκε λερναία ύδρα, ειδικά στα νοκ-άουτ παιχνίδια και ακόμα περισσότερο στα παιχνίδια της μακριά από την Μαδρίτη.
Στους «16» νίκησε την Παρί Σεν Ζερμέν στο Παρίσι, στους «8» την Γιουβέντους στο Τορίνο και στα ημιτελικά την Μπάγερν στο Μόναχο, με τις τρεις αυτές νίκες να την στέλνουν ουσιαστικά στο Κίεβο και να τη χρίζουν φαβορί για να διατηρήσει τα σκήπτρα και να φτάσει τον αριθμό-ρεκόρ των 13 τροπαίων στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση.
Και στον αντίποδα η Λίβερπουλ, που ναι μεν έχει 13 χρόνια να βρεθεί στην κορυφή της Ευρώπης και 11 να φτάσει σε τελικό αλλά αν ψάχνει κανείς κάποια ομάδα που έχει στο dna της την Ευρώπη και έχει γαλουχήσει τους πολυάριθμους οπαδούς της μέσα από μεγάλες και ένδοξες ευρωπαϊκές βραδιές τότε μιλάμε για την ομάδα του Μέρσεσαϊντ.
Εκείνη που μετονομάστηκε σε «κόκκινη αρμάδα» για τις χρυσές σελίδας δόξας που έγραψε στα γήπεδα τη δεκαετία του ’70 και του ’80, εκείνη που σάρωσε τους τίτλους στην «Γηραιά Ήπειρο» (πήρε τέσσερα Κύπελλα Πρωταθλητριών μέσα σε οκτώ χρόνια, από το 1977 μέχρι το 1984), εκείνη που έπαιξε θεαματικό ποδόσφαιρο με τη μπάλα κάτω ξεφεύγοντας από τα τα στενά καλούπια του βρετανικού στιλ ποδοσφαίρου με τις βαθιές μπαλιές και τις σέντρες.
Την ομάδα που διατήρησε και γιγάντωσε το μύθο της το 2005 με το απόλυτο ποδοσφαιρικό θαύμα στον τελικό της Κωνσταντινούπολης έχοντας για μπροστάρηδες τον αρχηγό Τζέραρντ και τον υπαρχηγό Κάραγκερ και την ομάδα που θέλει τώρα με την τριάδα Σαλάχ-Μανέ-Φιρμίνο να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη γενιά και να χαρίσει στο κλαμπ το τρίτο της μεγάλο ευρωπαϊκό τρόπαιο από την αρχή αυτού του αιώνα.
Είναι άλλωστε η ομάδα που πέτυχε δύο φορές από επτά γκολ και άλλες δύο από πέντε γκολ σε παιχνίδια της στο φετινό Champions League και η οποία πέταξε εκτός ημιτελικών την Μάντσεστερ Σίτι του Πεπ Γκουαρδιόλα, παρότι οι «πολίτες» κατέκτησαν διά περιπάτου την Premier League συνθλίβοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο…
Με όλα αυτά δεδομένα λοιπόν και από τις δύο πλευρές, όλα συνηγορούν ότι θα δούμε έναν συναρπαστικό τελικό και αυτό που αναρωτιούνται πλέον οι φανατικοί των δύο ομάδων και όχι μόνο, είναι ποιος είναι αυτός που θα φορέσει το μανδύα του πρωταγωνιστή, και θα βγει μπροστά για να περάσει στην ποδοσφαιρική αθανασία.
Από την Ρεάλ θα είναι ο συνήθης ύποπτος Κριστιάνο Ρονάλντο ή μήπως κάποιος από τους επίσης μπαρουτοκαπνισμένους σε τελικούς Μπενζεμά, Μόντριτς, Κρόος και Ράμος; Από την Λίβερπουλ θα τα περιμένουμε όλα από τη μαγική τριπλέτα των Σαλάχ-Μανέ-Φιρμίνο ή μήπως θα κάνει το παιχνίδι της ζωής του κάποιος από τους παίκτες της μεσαίας γραμμής;
Σε αυτό το σημείο, θέλοντας και μη, θα γυρίσουμε 37 χρόνια πίσω, σε μία εντελώς διαφορετική ποδοσφαική εποχή όπου όμως είχε μία ομοιότητα με την σημερινή: Λίβερπουλ και Ρεάλ ήταν και πάλι αντιμέτωπες στον τελικό του Champions League, που λεγόταν τότε Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Ε, άλλη ομοιότητα μην ψάχνετε γιατί δύσκολα θα βρείτε. Ίσα-ίσα που τότε τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά, αφού το αουτσάιντερ του 2018 ήταν το φαβορί του 1981. Η Λίβερπουλ είχε παραταχτεί στον τελικό του «Παρκ Ντε Πρενς» με τον αέρα της καλύτερης ομάδας (διέθετε άλλωστε παίκτες κλάσης μεταξύ των οποίων οι Κλέμενς, Χάνσεν, Νταλγκλίς, ΜακΝτέρμοτ, Σούνες) που μετρούσε ήδη δύο νικηφόρους τελικούς το 1977 και το 1978, ενώ έφτασε σχετικά εύκολα στη γαλλική πρωτεύουσα.
Στον πρώτο γύρο είχε αποκλείσει με συνολικό σκορ 11-2 την φινλανδική Ούλουν Παλοσέουρα, στον δεύτερο γύρο με σκορ 5-0 την Αμπερντίν, στα προημιτελικά με 6-1 την ΤΣΣΚΑ Σόφιας και μόνο στα ημιτελικά χρειάστηκε να ιδρώσει, όταν και απέκλεισε την Μπάγερν Μονάχου χάρη στον κανόνα του εκτός έδρας γκολ (0-0 στην Αγγλία, 1-1 στην Γερμανία).
Η Ρεάλ από την πλευρά της που απαρτιζόταν από ένα μείγμα έμπειρων (Ντελ Μπόσκε, Καμάτσο, Στίλικε, Σαντιγιάνα) αλλά και νεαρών παικτών, ήταν ήδη επιτυχημένη ως φιναλίστ (επέστρεφε άλλωστε σε τελικό μετά από 15 χρόνια απουσίας) με τους «μερένγκες» να μην είναι καταιγιστικοί όπως η Λίβερπουλ στο δρόμο προς το Παρίσι αλλά να είναι ξεκάθαρα καλύτεροι ένανι των Λίμερικ (7-2 συνολικό σκορ), Χόνβεντ (3-0), Σπάρτακ Μόσχας (2-0) και στον ημιτελικό να αποκλείουν την Ίντερ με 2-1 συνολικό σκορ.
Όσον αφορά δε στον τελικό, εκείνος σημαδεύτηκε από πολλές προσωπικές μονομαχίες και δυνατά μαρκαρίματα αλλά λίγες «καθαρές» φάσεις μπροστά στις δύο εστίες, με τον τελικό νικητή να κρίνεται λίγο πριν το φινάλε με έναν από τους πιο απρόσμενους πρωταγωνιστές που θα μπορούσαν να εμφανιστούν στη… σκηνή.
Αυτός ήταν ο Άλαν Κένεντι, με την ιστορία να έχει καταγράψει το αριστερό μπακ εκείνης της ομάδας της Λίβερπουλ ως τον MVP του τελικού, έχοντας πετύχει το νικητήριο γκολ για τους «κόκκινους» στο 82ο λεπτό με αριστερό διαγώνιο σουτ μέσα από τη μεγάλη περιοχή της Ρεάλ αλλά τον ίδιο να εξομολογείται 37 χρόνια μετά πως δεν το έχει ακόμα πιστέψει…
Γιατί; Η απάντηση μέσω αφοπλιστικής συνέντευξης που παραχώρησε στην «Daily Mail» ενόψει του τελικού του «Ολιμπίσκι» το βράδυ του Σαββάτου. «Πίστευα ότι δεν ήμουν αρκετά καλός να βρίσκομαι στην πρώτη ομάδα της Λίβερπουλ και να είμαι βασικός σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών κόντρα στην Ρεάλ. Δεν έμοιαζα με έναν τυπικό παίκτη της Λίβερπουλ εκείνη την εποχή, ήμουν ελαφρώς διαφορετικός.
Δεν έχω καταλάβει ακόμα για ποιο λόγο με αγόρασαν από την Νιούκαστλ το 1978, δυσκολευόμουν αφάνταστα να ταιριάξω σε μία ομάδα που έπαιζε με πάρα πολλές κοντινές πάσες. Στο ντεμπούτο μου με την φανέλα της Λίβερπουλ το 1978 απέναντι στην ΚΠΡ είχα τόσο κακό πρώτο ημίχρονο που ο Μπομπ Πέισλι είπε: «Σκότωσαν τον λάθος Κένεντι» ενώ ο Γκρέιαμ Σούνες είχε εξαγριωθεί μαζί μου επειδή μου είχε ζητήσει τρεις φορές να του δώσω κοντινή πάσα κατά τη διάρκεια μίας προπόνησης.
Σε κάθε αγώνα πάντως, έλεγα στο εαυτό μου πως αυτός μπορεί να είναι ο τελευταίος μου και ότι δεν θα ξαναδώσω άλλη πάσα στην Λίβερπουλ και έτσι έδινα τον καλύτερο εαυτό μου», τόνισε μεταξύ άλλων ο Κένεντι, ο οποίος ναι μεν υστερούσε σε αντίθεση με τους περισσότερους συμπαίκτες του στον τομέα της τεχνικής και στην προσαρμοστικότητά του στο στιλ παιχνιδιού των «κόκκινων», είχε όμως ένα μεγάλο προτέρημα.
Αυτό είχε να κάνει με την πολύ καλή φυσική του κατάσταση που του επέτρεπε σε αρκετούς αγώνες, την ώρα που άλλοι παίκτες ξέμεναν από δυνάμεις, να γίνεται απειλητικός για τον αντίπαλο (το μεγαλύτερο ποσοστό τερμάτων το είχε στο τελευταίο τέταρτο των αγώνων). Αυτό ακριβώς συνέβη και στον τελικό του Παρισιού.
Το ματς ήταν δυνατό, σκληρό, δεν διεκδικούσε δάφνες ποιότητας και στο φινάλε ο «ακούραστος» Κένεντι βρήκε την ευκαιρία να βρεθεί σε θέση βολης κερδίζοντας τις κόντρες και να σκοράρει. «Μέχρι στιγμής είχα επιχειρήσει τέσσερα σουτ στο ματς, τα περισσότερα από κάθε άλλον, και πίστευα ότι θα μου δινόταν μία ακόμα ευκαιρία για γκολ όπως και έγινε.
Όταν μάλιστα έστειλα τη μπάλα στα δίχτυα άκουσα ένα σφύριγμα. Για την πραγματικότητα δεν άκουσα σφύριγμα. Ήταν απλά η φαντασία μου που έτρεχε μαζί μου την ώρα που πανηγύριζα», κατέληξε στις δηλώσεις του 63χρονος σήμερα Άλαν Κένεντι, ο οποίος έβαλε από την τσέπη του 140 λίρες για να πετάξει στην Ουκρανία και να δει από κοντά την αγαπημένη του ομάδα.
Το εκπληκτικό πάντως με την περίτπωσή του είναι πως όχι μόνο δεν έφυγε γρήγορα από την Λίβερπουλ όπως φοβόταν διαρκώς, αλλά έμεινε για οκτώ σερί σεζόν (1978-1986), με τον απρόσμενο ήρωα του τελικού του 1981 («the unlikely lad», ήταν το προσωνύμιο που του κόλλησαν) να δίνει και το 4ο Πρωταθλητριών στους «κόκκινους» τρία χρόνια αργότερα.
Τότε που είχε κρύο αίμα στον τελικό του «Ολίμπικο» κόντρα στην Ρόμα, αφού στα πέναλτι ανέλαβε την πέμπτη και τελευταία εκτέλεση και ευστόχησε, κάνοντας το «2 στα 2» σε τελικούς με την κόκκινη φανέλα. Το ερώτημα λοιπόν είναι το εξής; Απόψε το βράδυ (21:45) στο Κίεβο θα «μιλήσουν» τα πολυβόλα των δύο ομάδων ή θα «σκάσει μύτη» ένας ήρωας από το πουθενά αλά… Άλαν Κένεντι για να αισθανθούν άνθρωποι που έχουν δει live τον τελικό του 1981 ότι ζουν ένα ντεζαβού;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Βέφα Αλεξιάδου: Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η αγαπημένη μαγείρισσα
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις