Το ThemaOnlıne επικοινώνησε με τον Αντώνη Ανδρουλιδάκη, Κοινωνικό και Αναπτυξιακό Ψυχολόγο για να συνομιλήσουμε τόσο για τις κοινωνικές επιπτώσεις μίας υγειονομικής κρίσης στον βαθμό της πανδημίας, όσο και για το τι μπορεί να βιώσουν τόσοι και τόσοι συνανθρώποι μας σε ατομικό επίπεδο.
Συνέντευξη: Γιώργος Τάττης
Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης, αν και γεννήθηκε στην Κρήτη, πλέον ζει και εργάζεται στην Λεμεσό. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου ‘Το Ελληνικό Τραύμα’, στο οποίο επιχειρεί να αναλύσει τις κοινωνικο-ψυχολογικές όψεις της Ελληνικής κρίσης. Στην παρακάτω συνέντευξη γίνεται προσπάθεια για μία συνολική ανάλυση της πανδημίας σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο, εστιάζοντας παράλληλα και στην ιδιαιτερότητα του Ελληνικού (και Κυπριακού) παραδείγματος. Δίνονται επίσης και πολλές συμβουλές αυτοβοήθειας, για τους συνανθρώπους μας που νιώθουν ότι ο εγκλεισμός και η ανασφάλεια τους έχει επηρεάσει αρνητικά.
Μία τέτοια υγειονομική κρίση, που φτάνει στον βαθμό της πανδημίας, σε πόσα επίπεδα μπορεί να επηρεάσει μία κοινωνία;
Δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία ότι κρίσεις τέτοιας σφοδρότητας αποτελούν, στην πραγματικότητα, όχι απλά υγειονομικές ή αξιακές ή οικονομικές ή πολιτισμικές κρίσεις, αλλά ακριβώς επειδή θίγουν το σύνολο των διαστάσεων αυτών θα μπορούσαν να αποτελούν υπαρξιακές κρίσεις. Αν μου επιτρέπεται μια κάποια ψυχολογική ορολογία, πρόκειται για κρίσεις πένθους, κρίσεις απώλειας. Και σαν τέτοιες έρχονται για να ιεραρχήσουν εκ νέου τα ουσιώδη του ανθρώπινου βίου. Για να καταλάβουμε το βάθος των αλλαγών που επιφέρουν αυτές οι κρίσεις, μπορούμε απλά να σκεφτούμε τις αλλαγές που, συνήθως, επέρχονται στη ζωή των ατόμων που βιώνουν μια αιφνιδιαστική και οδυνηρή απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Γιατί και εδώ αυτό που συμβαίνει, κατά κάποιον τρόπο, είναι το πένθος, η απώλεια, ενός τρόπου της ζωής, που προς ώρας τουλάχιστον τίθεται σε αναμονή, ενώ κανείς δεν ξέρει πως και με ποιες συνέπειες θα συνεχιστεί μετά. Μάλιστα, ο David Kessler, ένας από τους πιο σημαντικούς ειδικούς αυτή τη στιγμή στο θέμα του πένθους, εκτιμά ότι τα συναισθήματα δυσφορίας που οι άνθρωποι νιώθουμε στη διάρκεια αυτής της πανδημίας παραπέμπουν στο συλλογικό πένθος το οποίο βιώνουμε.
Συνεπώς, η δράση της κρίσης αυτής, εκτιμώ, ότι αφορά τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Κατ’ αρχάς σε συλλογικό επίπεδο εκείνο το οποίο φαίνεται ότι θα επηρεαστεί είναι αυτό που ονομάζουμε στην Κοινωνική Ψυχολογία, ηγεμονικές κοινωνικές αναπαραστάσεις. Δηλαδή, αναμένεται να μετασχηματιστεί το σύστημα ιδεών και πρακτικών, με δύο λέξεις το σύστημα της εγκαθιδρυμένης τάξης, που επιτρέπει στους ανθρώπους, τόσο να προσανατολίζονται στον κοινωνικό χώρο όσο και να επικοινωνούν μεταξύ τους ως μέλη της κοινότητας. Και μιας και αναφέρω τη λέξη αυτή, «κοινότητα», σκέψου μόνο πόσο επίκαιρη έγινε ξανά στις μέρες μας αυτή έννοια. Την ακούμε και την ξανακούμε, τα «κρούσματα στην κοινότητα» κ.λπ. κ.λπ. Θέλω να πω, ο κώδικας συνεννόησης, ο κώδικας κοινωνικής αλληλεπίδρασης, που όλοι χρειαζόμαστε για να ονομάζουμε και να ταξινομούμε με σαφήνεια, την όποια συλλογική και ατομική μας ιστορία, μάλλον, θα αλλάξει, ορίζοντας εν πολλοίς νέα πολιτισμικά πρότυπα/μοτίβα. Μένει να δούμε σε ποια κατεύθυνση θα είναι αυτά, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες να είναι εντελώς διαφορετικά απ’ ότι είναι σήμερα.
Υπάρχουν ανάλογα παραδείγματα ανά τον κόσμο στο παρελθόν; Εάν ναι, ποιά είναι τα πιθανά σενάρια για το μετέπειτα;
Ένα ακραίο ίσως παράδειγμα -ακραίο γιατί δεν γνωρίζουμε ακόμη την πλήρη ένταση της πανδημίας- είναι η περίπτωση του συνδυασμού βουβωνικής και πνευμονικής πανώλης, που σάρωσε την Ευρώπη από το 1347 μέχρι το 1350, και είχε σαν συνέπειες, μεταξύ πολλών άλλων, την αγροτική εξειδίκευση και την θεαματική αλλαγή της οικονομικής πραγματικότητας, την ανάπτυξη προηγμένων επιχειρηματικών και οικονομικών μεθόδων, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία νέων μορφών συνεταιρισμού, την εμφάνιση των πρώτων ασφαλιστικών εταιρειών ή την ανάπτυξη της λογιστικής μεθόδου της διπλογραφικής ενημέρωσης βιβλίων, αλλά και την αύξηση του πληθυσμού και της σημασίας, των πόλεων και των εν γένει αστικών κέντρων. Ουσιαστικά μπορούμε να πούμε ότι η πανώλη έφερε στα «μολυσμένα σπάργανα» της την ανάγκη για μια ζωή-γιορτή όπως αυτή εκφράστηκε 50 χρόνια αργότερα με την Αναγέννηση. Αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος των κοσμογονικών αλλαγών που συντελέστηκαν, τότε, ως συνέπειες της πανδημίας.
Σε ότι αφορά τα πιθανά σενάρια για την «ζωή μετά», χρειάζεται να εξετάσει κανείς τα σενάρια «πριν» και τα σενάρια στο «παρόν». Δηλαδή, χρειάζεται να δούμε τις ηγεμονικές κοινωνικές αναπαραστάσεις στο παρελθόν και στο παρόν, για να μπορούμε να πιθανολογήσουμε την κατάσταση στο προβλεπτό μέλλον. Κατ’ αρχήν να αναφέρουμε ότι ένα σημαντικό κριτήριο για την επίλυση τέτοιων γρίφων είναι να δει κανείς τον τρόπο που οι κοινωνίες-πολιτισμοί επιλύουν το αρχετυπικό, όπως το λέω, τραύμα του αποχωρισμού. Για να το πω με μια εικόνα, το πως επιλύει ένα βρέφος μέσα σ’ έναν δοσμένο πολιτισμό, την πρωταρχική του σχέση προσκόλλησης με την μητέρα του. Φαντάσου ένα βρέφος που «κατεβαίνει» από την αγκαλιά της μητέρας του, αφήνοντας πίσω του ένα πλαίσιο ασφάλειας, για να κάνει τα πρώτα του βήματα σ’ ένα πλαίσιο ελευθερίας. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την επίλυση του πρωταρχικού διλήμματος «ασφάλεια vs ελευθερία». Ποιο από τα δυο έρχεται πρώτο και ποιο δεύτερο. Ή πόση ελευθερία είναι έτοιμος να θυσιάσει κανείς για λίγη ασφάλεια ή, αντίστροφα, πόσο ασφάλεια είναι διατεθειμένος να χάσει για να αποκτήσει ένα μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που οι πρόγονοι μας, στην επανάσταση του ’21, αντιμετωπίζουν το εν λόγω δίλημμα ως «ελευθερία ή θάνατος», αναδεικνύει ένα πολιτισμικό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο για να αποκτηθεί ένας ικανός βαθμός ελευθερίας μπορεί-αξίζει και να θυσιαστεί η έσχατη ασφάλεια, ακόμη και της ίδιας της ζωής.
Με βάση το μοντέλο αυτό, στην κοινωνία-κουλτούρα που προηγήθηκε της τρέχουσας και διήρκεσε περίπου μέχρι το τέλος του προηγούμενου αιώνα, το αρχετυπικό δίλημμα-τραύμα «ασφάλεια vs ελευθερία» λύνεται ξεκάθαρα υπέρ της ασφάλειας. Ήταν η κοινωνία των «πρέπει», που όριζε τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Μ. Φουκώ αναφέρθηκε πρώτος στην Κοινωνία αυτή της Πειθαρχίας, στην κοινωνία δηλαδή των άκαμπτων και ανελαστικών προτύπων-κανόνων, που, ως εκ τούτου, παρήγαγε τρελούς, εγκληματίες και κάθε λογής "αποκλίνοντες" από τα κυρίαρχα πρότυπα ασφάλειας. Στην περίπτωση αυτή η προσιδιάζουσα ψυχοπαθολογία του ιδεοψυχαναγκασμού πίεζε τους ανθρώπους να προσαρμοστούν στα δεκάδες «πρέπει» ενός ενοχοποιητικού «Υπερ-εγώ».
Ακολούθησε, σύμφωνα και με τον διάσημο καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Byung-Chul Han, η «Κοινωνία της Επίδοσης» που φτάνει ίσαμε τις μέρες μας. Πρόκειται για την σύγχρονη "κοινωνία της θετικότητας", με όλο αυτό το συρφετό της "θετικής ενέργειας", του «think positive» και "να είσαι ο εαυτός σου" και good vibes only και Υolo κ.λπ. κ.λπ. Η κοινωνία, δηλαδή, της ναρκισσιστικής αυτοδικαίωσης, που παρήγαγε κουρασμένους και καταθλιπτικούς ανθρώπους, «καμένους» από την ακραία εκμετάλλευση του ίδιου του εαυτού τους και μονοδιάστατα προσανατολισμένους στην ελευθερία… των επιλογών. Η μεγάλη αφήγηση ή «παραμύθιασμα» έλεγε τώρα πως τίποτα δεν είναι αδύνατον, πως δεν υπάρχει "δεν μπορώ"-παρά μονάχα «δεν θέλω» και πως -τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο- όλα θα ακολουθούσαν μια σταθερά ανοδική πορεία-αρκεί πραγματικά να το θέλαμε. Το μότο μας δεν μπορούσε να είναι άλλο από το ολυμπιακό πεπρωμένο «Citius, Altius, Fortius», εκεί δηλαδή που η ιδέα πως μια απόλυτα ικανοποιητική ζωή, γεμάτη υγεία, επιτυχία και "έλεγχο", ήταν στις ατομικές αποκλειστικές μας αρμοδιότητες-δυνατότητες. Όποιος δεν τα κατάφερνε ήταν ατομικά ένοχος της αποτυχίας του, καταδικασμένος από την ανεπάρκεια του και το «λίγο» του μπροστά στα τόσα πρότυπα ελευθερίας και επιλογών, που το προσφέρονταν απλόχερα. Ήταν τα «θέλω» που όριζαν πια τις σχέσεις των ανθρώπων. Η κοινωνία του ναρκισσιστικού «Εγώ».
Και ξαφνικά, για να έρθουμε στην τρέχουσα πραγματικότητα, ένας ιός, ένα «αόρατο» νανοσωματίδιο, φαίνεται να διαλύει τις βεβαιότητες/κοινωνικές αναπαραστάσεις, που πεισματικά κουβαλούσαμε στο κεφάλι μας, επιβεβαιώνοντας την πανανθρώπινη αλήθεια ότι η υπαρξιακή αγωνία, ο φόβος του θανάτου, έχει ακόμη εξαιρετική ικανότητα στο να ξεθολώνει τα μυωπικά κοινωνικά γυαλιά μας και να επανιεραρχεί τα ουσιώδη του βίου. Αλλά θα γίνει έτσι;
Διότι ξαφνικά, και προς το παρόν, ένας ιός, φαίνεται πως «παράγει» μια "οργανωμένη κατάθλιψη" στην οποία, περίπου, απαγορεύεται να μπορείς. Μείνε σπίτι και, όσο κι αν θες, "μην μπορείς" για να προστατεύσεις τον εαυτό σου και τους άλλους. Δεν είναι μια νέτη-σκέτη απαγόρευση, αλλά μια κλήση για αυτό-απαγόρευση, για αυτό-ματαίωση.
Αυτό που φαίνεται σίγουρο είναι ότι εκεί που όλοι είχαμε πιστέψει πως κανένας πια δεν μπορεί να μας υποδείξει τον τρόπο που θα διαλέξουμε για να ζούμε -αρκεί βέβαια να πετυχαίναμε τις ανάλογες "επιδόσεις"- ο ιός επιβάλλει την άρση του μοντέλου αυτού. Ο παλιός κυρίαρχος Εαυτός, που έκανε τόσα πολλά για να μπορεί να είναι ο Εαυτός του, πάει περίπατο...απ' την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι και μετά στην κουζίνα.
Έτσι, μέσα σε λίγες μέρες οδηγούμαστε από τον αυτό-εκμεταλλευόμενο Εαυτό στον αυτό-αποκλεισμένο Εαυτό. Πρόκειται για μια υβριδική μορφή ελευθερίας-ασφάλειας, στην οποία θα είμαστε ασφαλείς αν δεν είμαστε ελεύθεροι. Και η ελευθερία μας εξαντλείται στην ελευθερία να μην θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι. Το μόνο που μπορούμε πια είναι «να μην θέλουμε». Πρόκειται για μια νέα μορφή αυτό-καταστολής, κατά την οποία δεν απομονώνεται μονάχα όποιος αποκλίνει από τα κυρίαρχα πρότυπα (ασθενής, τρελός, εγκληματίας ή φτωχός, ανεπαρκής, αποτυχημένος) αλλά άπαντες αδιακρίτως.
Με τον τρόπο αυτό το δίλημμα «ασφάλεια vs ελευθερία» μοιάζει να μένει ανεπίλυτο, καθώς ασφάλεια προσφέρει η εθελούσια κατάργηση της ελευθερίας μου. Και από την άλλη ελευθερία προσφέρει η κατάργηση της ασφάλειας μου. Ασφάλεια και ελευθερία συμπυκνώνονται πια στο αυστηρά ιδιωτικό χωρικό σημείο του διαμερίσματος μου. Ενώ ο δημόσιος χώρος αδειάζει, προς ώρας τουλάχιστον, από περιεχόμενο.
Κάπως έτσι, φαίνεται πως αναδύεται η "κοινωνία της "αμφίσημης πειθαρχίας", όπου ένα εκκρεμές ανάμεσα στην ακραία ασφάλεια και την ακραία ελευθεριότητα, θα παράγει, μάλλον, τις διχασμένες μεταιχμιακές κοινωνίες του αύριο.
Εκεί όπου οι άνθρωποι θα διψούν για ασφάλεια αλλά θα "σκοτώνονται" για λίγη ελευθερία ή/και θα διψούν για ελευθερία και θα "σκοτώνονται" για λίγη ασφάλεια.
Μετέωροι στο "περίπου" της ύπαρξης, παγιδευμένοι στο ανεπίλυτο δίλημμα "ασφάλεια vs ελευθερία".
Γιατί, ενώ ο ιός μας υποδεικνύει με σφοδρότητα ότι είμαστε όλοι συνδεδεμένοι σε ένα αόρατο σχεσιακό πλέγμα-πεδίο, όπου η ασφάλεια και η ελευθερία του ενός είναι σε άμεση αλληλεπίδραση με την ασφάλεια και την ελευθερία του άλλου, αυτή η σχέση δεν επιτρέπεται να ασκηθεί.
Γιατί, ενώ ο ιός αναδεικνύει ξανά την λησμονημένη προτεραιότητα των σχέσεων, κόντρα στην κυρίαρχη μέχρι χθες προτεραιότητα του ατόμου, τώρα αυτό δεν είναι εφικτό, γιατί η πιθανότητα της σχέσης συνοδεύεται, πλέον, από την απειλή της μόλυνσης.
Και είναι στ’ αλήθεια τραγικό ότι τώρα που ξαναμαθαίνουμε τη σημασία των σχέσεων, τη σημασία του Άλλου που επιτέλους έγινε ξανά ορατός, αυτό μοιάζει να μην έχει νόημα. Σαν να είχαμε ξεχάσει να αγκαλιαζόμαστε και τώρα που το θυμηθήκαμε αυτό, πλέον, δεν επιτρέπεται.
Ίσως, τελικά, να οδηγούμαστε σ’ έναν υβριδικό τρόπο της ύπαρξης που θα συνδυάζει στοιχεία και από την Κοινωνία της Πειθαρχίας και από την Κοινωνία της Επίδοσης. Ο χώρος του διαδικτύου, δηλαδή η υβριδική σύνδεση του ανθρώπου με την μηχανή, είναι σίγουρα ένας χώρος που μπορεί να εκφραστεί αυτός ο νέος υβριδικός τύπος ανθρώπου. Και αν αυτό ακούγεται, κάπως δυστοπικό ή φουτουριστικό, δεν έχουμε παρά να δούμε τις αλλαγές στον τρόπο του σχετίζεσθαι, αλλά και στον τρόπο της εργασίας, που έχουν ήδη επισυμβεί μέσα σε ελάχιστες ημέρες από το ξέσπασμα της κρίσης. Τα δύο κρίσιμα πεδία για την έκφραση της ύπαρξης, το πεδίο των σχέσεων και το πεδίο της εργασίας, διαμεσολαβούνται ήδη, όλο και πιο πολύ, από την τεχνολογία του κυβερνοχώρου. Και στα δύο πεδία επίσης αυξάνεται η ανέπαφη επικοινωνία. Με άλλα λόγια, ένα έλλειμμα αισθητηριακής ικανότητας, δηλαδή λιγότερα αγγίγματα, βλέμματα, μυρωδιές και γεύσεις, χαρακτηρίζει ήδη τις επικοινωνίες. Αλλά αυτό που κυρίως λείπει, είναι η απτότητα. Η αίσθηση της αφής που κάνει τα πράγματα απτά, συγκεκριμένα και «σίγουρα». Και καθώς η αφή -ήδη από το βιβλικό «έθεσε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων»- είναι αίσθηση απαραίτητη για την προσκόμιση της χειροπιαστής απόδειξης/βεβαιότητας, η απουσία της θα επιφέρει περαιτέρω αύξηση της ανασφάλειας. Φαντάσου ότι δεν επιτρέπεται να αγγίζουμε πια όχι μόνο τον Άλλο, αλλά ούτε καν το πρόσωπο μας. Δηλαδή, καθώς περιορίζεται η αφή, εκείνο το οποίο απομειώνεται είναι το αίσθημα της ασφάλειας, ενώ, αντίθετα, αυξάνεται το άγχος. Στο επόμενο τόνο αυτή η δίψα για ασφάλεια, πιθανόν, να μπορεί να "δικαιολογήσει-νομιμοποιήσει" ακόμη και την μεγαλύτερη στέρηση ελευθερίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση μπορούμε να φανταστούμε, για παράδειγμα, τις εργασιακές σχέσεις να ξεφεύγουν όλο και πιο πολύ από το μοντέλο της εξαρτημένης σχέσης εργασίας -έτσι όπως το μάθαμε μετά την βιομηχανική επανάσταση- και να μετατρέπονται σε «εργολαβίες». Άλλο τόσο οι στενές διαπροσωπικές σχέσεις θα μετατρέπονται σε άυλες εικονικές σχέσεις, δηλαδή σε περίπου «πορνογραφία», καθώς η ανθρώπινη ύπαρξη θα διαμεσολαβείται από την εικόνα της. Και αυτές είναι μόνο μερικές από τις επιπτώσεις της αισθητηριακής αποστέρησης.
Η κοινωνία της Κύπρου ή της Ελλάδας, μπορούν να διαχειριστούν μία τέτοια κρίση; Ποιά είναι αυτά τα ιδιαίτερα γνωρίσματά μας ως κοινωνία που διαφοροποιούν την προσέγγισή μας και ενδεχομένως να συμβάλλουν στην διέξοδο μας; Ή ακόμη, ποιές είναι αυτές οι πολιτισμικές διαχρονικές παθογένειες μας που μπορούν να επιτείνουν το πρόβλημα
Νομίζω πως εδώ έχουμε, επιτέλους κι εμείς, κάποια συγκριτικά καθώς τα λένε πλεονεκτήματα. Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Όπως εύστοχα εντοπίζει ο Byung-Chul Han, σ’ ένα τελευταίο άρθρο του στην εφημερίδα El Pais, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις διαφορές που η Κίνα, η Ν. Κορέα ή η Ταιβάν αντιμετώπισαν το πρόβλημα του ιού, σε σχέση με ότι συμβαίνει στην Δ. Ευρώπη ή στις Η.Π.Α. Ο Han αποδίδει την αποτελεσματικότητα του ασιατικού μοντέλου αντιμετώπισης της πανδημίας -σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Δύση- στα κολεκτιβιστικά στοιχεία του πολιτισμού στις χώρες αυτές. Η πειθάρχηση του ατόμου στο συλλογικό «καθήκον» είναι πολύ πιο εύκολη στις χώρες της Ασίας, απ’ ότι στους ατομοκεντρικούς πολιτισμούς της Δύσης, υποστηρίζει ο Χαν. Εικονοποιεί μάλιστα τη σκέψη του αυτή, εντοπίζοντας στη δυσκολία του δυτικού ανθρώπου να φορέσει μάσκα προστασίας, καθώς του είναι αδιανόητο να μην επιδεικνύει το πρόσωπο του, σε αντίθεση με τις ασιατικές κουλτούρες. Η μάσκα στη δύση είναι ταυτισμένη με την ανωνυμία, πιθανόν και με την παρανομία, κάτι που, βέβαια, είναι αδιανόητο για το ναρκισσιστικό δυτικό άτομο του selfie εαυτού. Οι μάσκες είναι για τους «αποκλίνοντες» και τους εγκληματίες. Όπως λέει ο Χαν, «οι Κορεάτες φορούν μάσκες κατά του ιού ακόμα και στη δουλειά τους. Ακόμη και οι πολιτικοί κάνουν τις δημόσιες εμφανίσεις τους μόνο με μάσκες προσώπου. Ο πρόεδρος της Κορέας δίνει επίσης το παράδειγμα, φορώντας μάσκα ακόμη και στις συνεντεύξεις τύπου».
Άλλο τόσο μπορεί κανείς να δει διαφορές στο βαθμό ανοχής της ματαίωσης. Ο δυτικός άνθρωπος πολύ δύσκολα μπορεί να αποδεχτεί μια ματαίωση των «θέλω» του, εν αναμονή ενός καλύτερου «μετά». Τα λέω αυτά για να τοποθετήσω κάπως την δική μας κουλτούρα, την βαλκανική αν θέλετε γενικότερα, που βρίσκεται πολιτισμικά κάπου ανάμεσα στο ακραίο ατομοκεντρικό μοντέλο της Δύσης και το ακραίο κολεκτιβιστικό μοντέλο της Ασίας. Στο πλαίσιο αυτό, νομίζω, είναι εύστοχο το σχετικό άρθρο της Daily Telegraph το οποίο «επαινεί τους Έλληνες για τη στάση που έχουν επιδείξει απέναντι στα μέτρα για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του κορωνοϊού, παρά τη γενικότερη τάση τους ως έθνος να παραβιάζουν τους κανόνες» γεγονός μάλιστα που η συντάκτρια του άρθρου αποδίδει στο «πολυφορεμένο» κατά τα λοιπά «ελληνικό φιλότιμο». Θα έλεγα όμως ότι έχει να κάνει και με μια πιο προσωπική στάση του νεοέλληνα, που μπορεί να κινητοποιείται όταν πρόκειται για τον απέναντι Άλλο. Το είδαμε αυτό με την αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε στην διάρκεια των Μνημονίων, όσο και απέναντι στους πρόσφυγες και στους μετανάστες. Και όταν λέω «προσωπική» στάση, κυριολεκτώ, με την σημασία της έννοιας «πρόσωπο» ως του μέλους μιας σχέσης. Το «πρόσωπο», που όπως το ορίζει η ετυμολογία της λέξης, υπάρχει στο βαθμό που σχετίζεται με τον Άλλο.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο εδώ, που αξίζει να παρατηρήσουμε και που διερευνώ αναλυτικά στο τελευταίο βιβλίο μου «Το Ελληνικό Τραύμα». Πρόκειται για ένα Σχήμα Υποταγής που διέπει τις τελευταίες δεκαετίες πολλές από τις συλλογικές μας εκφράσεις. Ακριβώς επειδή η συλλογική μας έκφραση τις πιο πολλές φορές «έπεσε σε τοίχο», δηλαδή ματαιώθηκε, (το δημοψήφισμα του 2015 είναι μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση), αυτό οδήγησε το συλλογικό μας υποσυνείδητο σε μια θέση αυτό-περιορισμού των αναγκών του, των δικαιωμάτων του κ.λπ. και αποφυγής της σύγκρουσης. Έτσι, παρ’ ότι γενικώς αυτό το Σχήμα Υποταγής δεν έχει κάποιο θετικό πρόσημο, στην παρούσα συγκυρία, όπου αίτημα είναι ο αυτό-περιορισμός λειτουργεί βοηθητικά. Όπως οι άνθρωποι ατομικά, έτσι και οι συλλογικότητες απέναντι στην απειλή έχουν δυο δρόμους: ή να φοβηθούν και να υποχωρήσουν ή να θυμώσουν και αντεπιτεθούν. Νομίζω λοιπόν, ότι η μνημονιακή μας ψυχο-εκπαίδευση, στην υποχωρητικότητα μας βγαίνει σε καλό στην παρούσα φάση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι τα εθνικά συστήματα υγείας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, είναι πολύ αποδυναμωμένα από τις πολιτικές λιτότητας που προηγήθηκαν, οι κοινωνίες από την άλλη, ίσως και γιατί κάπως διαισθάνονται ότι δεν υπάρχει κάποιο κρατικό backup, επιδεικνύουν πολύ μεγάλη ωριμότητα στο να παραμείνουν στο σπίτι ή να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα ατομικής προστασίας. Και για να έρθω και στο τρίτο σκέλος του ερωτήματος σας, φαίνεται ότι εδώ υπάρχει το παράδοξο, αυτή η παθογένεια της υποταγής μας, να γίνεται σε αυτή τη φάση πλεονέκτημα.
Θεωρώ, δηλαδή, ότι οι κοινωνίες μας ανταπεξέρχονται με επάρκεια σ’ αυτό τον κλονισμό που επιφέρει η απειλή, ακριβώς γιατί έχουμε ακόμη διατηρήσει μερικές από τις κρίσιμες κοινωνικές αναπαραστάσεις της προηγούμενης παράδοσης μας, όπως για παράδειγμα η τρυφερή-αγαπητική σχέση που έχουμε ακόμη με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, παρά τον δυτικό ατομοκεντρισμό που μας έχει επηρεάσει. Αλλά και από την άλλη η υποχωρητική στάση μας, ως συνέπεια της μνημονιακής δεκαετίας, είναι στην παρούσα φάση προστατευτική.
Άρα, η κοινωνία της Κύπρου ή της Ελλάδας, μπορούν να διαχειριστούν μία τέτοια κρίση;
Με βάση και τα όσα ανέφερα προηγούμενα, έτσι φαίνεται, και νομίζω μπορούμε ήδη να κάνουμε τις μακάβριες, ίσως, συγκρίσεις με τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου της Δύσης, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία ή το Η.Β. σε ότι αφορά τα ποσοστά θνητότητας.
Αλλά, ξέρεις, εδώ ίσως χρειάζεται να πούμε και κάτι άλλο. Η ελληνική κοινωνία, περισσότερο ίσως και από ότι η κυπριακή, έχει μάθει να «αναπνέει» καλύτερα μακριά από την παρουσία του κράτους. Δεν θέλω αυτό να ακουστεί κάπως νεοφιλελεύθερο, αλλά αυτό που λέω είναι ότι η ελληνική κοινωνία τα κατάφερνε πάντα καλύτερα όταν βρισκόταν κάπως ελεύθερη από τους δαιδαλώδεις μηχανισμούς ενός ληστρικού κράτους. Οπότε, αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι ότι η ελληνική κοινωνία, γνωρίζοντας τα τεράστια ελλείμματα της κρατικής της υπόστασης, έχει «πάρει» την ευθύνη επάνω της, έστω κι αν γκρινιάζει για τις ελλείψεις στο εθνικό σύστημα υγείας κ.λπ. Το ίδιο έκανε και στην περίοδο της κατοχής-εθνικής αντίστασης, το ίδιο επιχείρησε να κάνει και στην Μνημονιακή περίοδο. Και πάλι βλέπουμε εδώ αυτή την παραδοξότητα, ένα μειονέκτημα όπως αυτό της απουσίας μιας οργανωμένης και στιβαρής κρατικής οντότητας να οδηγεί το ελληνικό συλλογικό σε μεγαλύτερη υπευθυνότητα.
Τι κίνδυνοι ελλοχεύουν από την γενικευμένη απαγόρευση μετακινήσεων στους πολίτες τόσο στα ίδια τα άτομα όσο και σε πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο;
Κατ’ αρχάς υπάρχει αυτό το άδειασμα του δημόσιου χώρου, η άδεια πλατεία, ο άδειος δρόμος, η άδεια Αγορά (με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου) που νεκρώνει, και μαζί της κινδυνεύει να νεκρώσει και η Δημοκρατία. Η κένωση του Δήμου δεν μπορεί παρά να αυξάνει την αντιδημοκρατική ιδιωτεία. Και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η ψηφιοποίηση της Αγοράς μπορεί να είναι ένα επαρκές υποκατάστατο.
Ένα δεύτερο ζήτημα που χρειάζεται να δούμε είναι πως θα επιδράσει το αισθητηριακό έλλειμμα που ανέφερα προηγούμενα. Δηλαδή το έλλειμμα της επαφής γενικά ή το έλλειμμα της αφής ειδικότερα τι μπορεί να συνεπάγεται.
Σε ότι αφορά το ζήτημα της επαφής, γνωρίζουμε από την δημοφιλή θεωρία του Allport (1954), την γνωστή ως «υπόθεση της επαφής», ότι η επαφή μεταξύ δύο ομάδων θα έχει θετικές συνέπειες στη μείωση των προκαταλήψεων, ιδιαίτερα μάλιστα αν υπάρχει κοινωνική και θεσμική υποστήριξη μέτρων που προωθούν αυτή την επαφή. Άρα, δεν θα μπορούσε κανείς να υποθέσει εύλογα ότι ο περιορισμός της επαφής και μάλιστα με την κοινωνική και θεσμική υποστήριξη που έχει σήμερα η «καραντίνα», θα αυξήσει τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα; Ίσως είναι μια παλινδρόμηση στην εποχή/κοινωνία της αρνητικότητας και της πειθαρχίας. Η αλήθεια είναι ότι ζήσαμε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς εχθρούς. Και δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα ή στην Κύπρο που αντιμετωπίζει σταθερά την τουρκική απειλή. Στην υπόλοιπη Ευρώπη όμως ή στις ΗΠΑ, ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και καιρό, ακόμη και η ισλαμική τρομοκρατία φαίνεται να είναι σε πλήρη υποχώρηση. Όπως υποστήριζε ο Han, «το ανοσολογικό πρότυπο που βασιζόταν στην αρνητικότητα του εχθρού, είχε χάσει την εγκυρότητα του και η παγκοσμιοποίηση είχε καταστείλει τα σύνορα και τις περιφράξεις που εμπόδιζαν την ταχεία κίνηση αγαθών και κεφαλαίων. Οι κίνδυνοι, δεν κρύβονταν στην αρνητικότητα του εχθρού, αλλά στην υπερβολική θετικότητα, στην υπερβολική απόδοση, στην υπερβολική παραγωγή, στην υπερβολική επικοινωνία». Κινδυνεύαμε περισσότερο από ένα έμφραγμα, ένα «μπούκωμα», παρά από μια μόλυνση. Γιατί στην Κοινωνία της Επίδοσης ο πόλεμος ήταν ενάντια στο Εαυτό, εχθρός ήταν μόνο ο ανεπαρκής Εαυτός μας. Και ξαφνικά ξεσπάει η κρίση του κορωνοϊού. Ο εχθρός έχει επιστρέψει και είναι κάπου εκεί έξω από μας, αόρατος και επικίνδυνος. Δεν είναι τυχαίες οι ανάλογες εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι κυβερνώντες στη Δύση. Και βέβαια, είναι πολύ φυσιολογικό, σε μια κοινωνία που είχε μάθει να ζει χωρίς εχθρό, η αντίδραση της στην εμφάνιση του να είναι βίαιη και πανικόβλητη. Βλέπεις, σε αντίθεση με τη σκέψη του Νίτσε ή…του Πορτοκάλογλου, ό,τι δεν σκοτώνει μάλλον δεν σε κάνει πιο δυνατό, αλλά σε πανικοβάλλει, σε τρομάζει και ίσως και να σε υποτάσσει τελικά. Στην Κοινωνία της άπειρης θετικότητας, η ανοσολογική αρνητική επαφή είναι μια τεράστια απειλή. Ο Εαυτός δεν ξέρει τι να την κάνει και το μόνο που μπορεί είναι να κλείνεται μέσα (του).
Ένα τρίτο ζήτημα που μπορεί να δει κανείς, ως συνέπεια του περιορισμού των μετακινήσεων και της απομόνωσης, ίσως και το πιο σοβαρό είναι ο κίνδυνος από την ψηφιοποίηση. Υπάρχει λίγο μια παράξενη ιστορία εδώ. Δηλαδή, αν πριν από ένα μήνα έλεγες σε κάποιον την λέξη ιός το πρώτο που θα σκεφτόταν θα ήταν ένας ιός στο διαδίκτυο, δηλαδή ένας ιός ψηφιακός και άρα όχι και τόσο πραγματικός. Και ξαφνικά έχουμε από την μια μεριά έναν ιό που είναι εξω-ψηφιακός και πολύ πραγματικός και από την άλλη μια πρόταση για την αντιμετώπιση του που τείνει να είναι όλο και πιο ψηφιακή. Αλλά ξέρουμε ότι η ψηφιοποίηση κάπως καταργεί την πραγματικότητα, η ψηφιακή πραγματικότητα είναι μια εικονική πραγματικότητα. Πρόκειται σίγουρα για ένα παράδοξο. Και εξηγούμαι. Να παρατηρήσουμε, κατά πρώτον, ότι η επιδημία στην Ασία, όπως εύστοχα εντοπίζει και ο Han, «δεν καταπολεμείται μόνο από ιολόγους και επιδημιολόγους, αλλά κυρίως από επιστήμονες υπολογιστών και ειδικούς στα data».Κατά δεύτερον, οι Ασιάτες είναι σθεναρά αφοσιωμένοι, όλο και πιο έντονα μάλιστα, στην ψηφιακή επιτήρηση, με την δικαιολογία ότι τα data σώζουν ζωές. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που μόλις πέρυσι εισήγαγε την νομοθεσία για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων (GDPR), αυτή η ψηφιακή επιτήρηση μοιάζει κάτι αδιανόητο. Σκέψου όμως, ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στην Κίνα κάθε πολίτης αξιολογείται από τους μηχανισμούς του κράτους ανάλογα την κοινωνική του συμπεριφορά. Δηλαδή, κάθε κλικ, κάθε αγορά, κάθε επαφή, κάθε δραστηριότητα στα κοινωνικά δίκτυα ελέγχεται. Αν περάσεις ένα φανάρι με κόκκινο ή αν έχεις σχέσεις με επικριτές του καθεστώτος θα υπάρξουν συνέπειες. Και αντίστροφα, όσοι αγοράζουν υγιεινά τρόφιμα ή διαβάζουν έντυπα που υποστηρίζουν το καθεστώς επιβραβεύονται με «πόντους», ώστε στο τέλος όποιος έχει μαζέψει αρκετούς βαθμούς μπορεί να λάβει μια ταξιδιωτική βίζα ή μια πίστωση ή αν όχι μπορεί να χάσει την εργασία του. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δυστοπικό, οργουελικό και επικίνδυνο φαίνεται αυτό στα μάτια του δυτικού ανθρώπου. Και αυτό είναι εφικτό στην Κίνα ακριβώς επειδή υπάρχει απεριόριστη ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου, κινητής τηλεφωνίας και των κρατικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό με ένα δίκτυο 200 εκατομμυρίων καμερών παρακολούθησης-μερικά εξ αυτών και σε drones. Με μια κουβέντα, στην Κίνα ο όρος «ιδιωτική σφαίρα» δεν υφίσταται, ενώ η κρατική εποπτεία είναι απεριόριστη.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι, όπως υποστηρίζει και πάλι ο Han, αυτή «η υποδομή ψηφιακής επιτήρησης έχει πλέον αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική για τη συγκράτηση της επιδημίας. Όταν κάποιος φεύγει από το σταθμό των τραίνων στο Πεκίνο, αυτόματα συλλαμβάνεται από μια κάμερα που μετρά τη θερμοκρασία του σώματος τους. Εάν η θερμοκρασία είναι ανησυχητική, όλοι οι συνεπιβάτες λαμβάνουν ειδοποίηση στα κινητά τους τηλέφωνα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το σύστημα ξέρει ποιος καθόταν και που στο τρένο. Αν κάποιος παραβιάσει κρυφά την καραντίνα, ένα drone πετάει προς αυτόν και τον διατάζει να επιστρέψει στο σπίτι του. Ίσως, ακόμη, και να σας εκτυπώσει επιτόπου ένα πρόστιμο και θα συνεχίσει την πτήση του».
Δεν ξέρω αν η πραγματικότητα, τείνει να επαληθεύσει εκείνο που υποστήριζε, πριν μερικές δεκαετίες, ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ Zbigniew Brzezinski, ό,τι «όσο μεγαλύτερη η απειλή για την ασφάλεια, τόσο πιο εύκολα οι άνθρωποι μπορούν να δεχτούν περιορισμούς στην ελευθερία τους», αλλά αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην Κίνα.
Άλλο τόσο στην Ν. Κορέα, όποιος πλησιάζει σε ένα κτίριο όπου έχει μολυνθεί ένα άτομο, λαμβάνει σήμα συναγερμού στο κινητό του μέσω του "Corona-app", ενώ στα γραφεία του Κορεατικού υπουργείου Υγείας υπάρχουν επαγγελματίες που ονομάζονται "ιχνηλάτες" και δεν κάνουν τίποτα άλλο από να παρακολουθούν βίντεο, μέρα και νύχτα, για να ολοκληρώσουν το προφίλ της κίνησης των μολυσμένων και να εντοπίσουν τους ανθρώπους που είχαν επαφή μαζί τους.
Άρα τελικά, το κράτος ξέρει πού είμαι, με ποιον είμαι, τι κάνω, τι ψάχνω, τι σκέφτομαι, τι τρώω, τι αγοράζω, πού πηγαίνω. Είναι πιθανόν στο μέλλον το κράτος θα ελέγχει επίσης τη θερμοκρασία του σώματος, το βάρος, το επίπεδο σακχάρου στο αίμα κλπ. Πρόκειται αναμφίβολα για τον ορισμό της ψηφιακής βιοπολιτικής, που σε συνδυασμό με την ψηφιακή ψυχοπολιτική μπορεί να ελέγξει απόλυτα τους ανθρώπους, σε μια Δημοκρατία «σφραγίδα». Και όλο αυτό θα συμβαίνει με το ατράνταχτο άλλοθι της υγείας ή της ασφάλειας έναντι του εχθρού ιού. Αυτός νομίζω ότι είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχουμε σε συλλογικό επίπεδο, γιατί εδώ αναδύεται ένα νέο μοντέλο κυριαρχίας, στο οποίο κυρίαρχος είναι όποιος έχει τα δεδομένα και όχι απλά όποιος ελέγχει τα σύνορα μιας επικράτειας. Με την έννοια αυτή τόσο η κρατική κυριαρχία, όσο και η ιδιωτική «κυριαρχία» στο σπίτι μου, δεν ορίζεται από τα σύνορα ή τους τοίχους, αλλά από τον κάτοχο και διαχειριστή των ψηφιακών δεδομένων μου.
Θα τολμούσα να πω ότι δεν υπάρχει ισχυρότερη και χειρότερη μορφή εξουσίας από την κρατική εξουσία, όταν αυτή ενδύεται το ρόλο του προστάτη-θεραπευτή-ειδικού ιατρού, ενισχυμένη μάλιστα με την ψηφιακή τεχνολογία. Το ψηφιακό θεραπευτικό κράτος!
Και για αυτούς τους λόγους θα ήμουν πολύ απαισιόδοξος απέναντι σε προσδοκίες καταστροφής του καπιταλισμού ή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, εξ’ αιτίας του ιού. Ίσως η Ε.Ε. να ταρακουνηθεί αρκετά, βλέποντας την παραπέρα ανάπτυξη των φυγόκεντρων τάσεων της, αλλά από την άλλη μεριά η Κίνα θα κάνει ότι μπορεί για να προβάλλει την υπεροχή του μοντέλου της και γιατί όχι, να πουλήσει το θεραπευτικό της κράτος στην Ευρώπη ή στις Η.Π.Α. για να σωθούν. Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος: να καταφέρει ο ιός εκείνο που δεν κατάφερε ο «εχθρός του ισλαμισμού», που τόσο προσπάθησε ο Μπους junior. Δεν θα μπορούσα επίσης να αποκλείσω την περίπτωση ενός «κρατικού νεοφιλελευθερισμού», ενός υβριδικού δηλαδή καπιταλισμού και γι’ αυτό δεν πρέπει καθόλου να μας εκπλήσσουν οι δηλώσεις μετανοίας των μέχρι χθες φανατικών του νεοφιλελευθερισμού, που ομνύουν σήμερα στην ανάγκη κρατικής παρέμβασης στην υγεία. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι όπως έχει ήδη πει η Naomi Klein, «η αναταραχή είναι μια ευνοϊκή στιγμή που επιτρέπει τη δημιουργία ενός νέου συστήματος διακυβέρνησης».
Και εν τέλει, όπως πολύ εύστοχα ορίζει ο Han, «o ιός δεν θα νικήσει τον καπιταλισμό. Η ιογενής επανάσταση δεν θα συμβεί. Κανένας ιός δεν μπορεί να κάνει επανάσταση. Ο ιός μας απομονώνει και μας εξατομικεύει. Δεν δημιουργεί έντονο συλλογικό συναίσθημα. Κατά κάποιο τρόπο, καθένας νοιάζεται μόνο για τη δική του επιβίωση. Η αλληλεγγύη που συνίσταται στην τήρηση των αμοιβαίων αποστάσεων, δεν είναι μια αλληλεγγύη που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε μια διαφορετική, πιο ειρηνική και δίκαιη κοινωνία. Δεν μπορούμε να αφήσουμε την επανάσταση στα χέρια του ιού.»
Ποιές θα είναι οι ψυχολογικές συνέπειες της κρίσης σε ατομικό επίπεδο;
Δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία ότι η καθημερινότητα όλων μας άλλαξε με δραστικό και αιφνίδιο τρόπο, ενώ ό,τι θεωρούσαμε ως δεδομένο, ακόμη και οι αγκαλιές, ξαφνικά είναι επικίνδυνο και άρα απαγορευμένο. Η αιφνίδια αυτή «βλάβη» σημαίνει ένα τραύμα στον ανθρώπινο ψυχισμό. Ένα κλονισμό ή με άλλα λόγια ένα «πένθος». Όπως το λέει ο David Kessler, «η απώλεια της κανονικότητας, ο φόβος της οικονομικού κόστους, η απώλεια της σύνδεσης. Όλα αυτά μας πλήττουν και θρηνούμε». Και ως «πένθος» η κατάσταση που βιώνουμε δεν μπορεί παρά να προκαλεί την «άρνηση» σε μια πρώτη φάση και την οδύνη, την βαθιά θλίψη της απώλειας, μετά. Δεν έχουμε να κάνουμε, δηλαδή, με μια υγειονομική κρίση, αλλά με μια κρίση του τρόπου της ζωής μας. Με αυτή τη λογική, στο βαθμό που ο άνθρωπος απομακρύνεται από το comfort zone του, η πυρηνική ανάγκη της ασφάλειας τείνει να μένει ανεκπλήρωτη, πράγμα που λογικά θα συνεπάγεται την αύξηση τόσο του επιπολασμού διαφόρων νευρώσεων όπως οι ιδεοψυχαναγκασμοί ή οι παρανοειδείς διαταραχές, όσο και της έντασης όσων ανθρώπων ήδη υποφέρουν από παρόμοιες δυσλειτουργίες. Κατ’ αναλογία, η χρόνια απομόνωση, και η αναστολή των προσωπικών δεσμών, δεν μπορεί επίσης παρά να αυξάνει τις διαταραχές σχετιζόμενες με το άγχος αποχωρισμού και το άγχος εγκατάλειψης, καθώς επίσης και τις κάθε είδους εξαρτήσεις ως μηχανισμούς αποσύνδεσης-αποφυγής της οδύνης. Το πρόβλημα βέβαια επιδεινώνεται καθώς οι ανθρώπινες συνδέσεις, που μπορούν να είναι εξαιρετικά βοηθητικές σε πολλές περιπτώσεις, φαίνεται τώρα να τελούν σε μια ιδιότυπη μορφή αναστολής. Εννοώ πως οι σχέσεις στις οποίες οι άνθρωποι στρέφονται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, τα οικεία πρόσωπα, για να μοιραστεί κανείς το άγχος, βιώνουν μάλλον αντίστοιχες καταστάσεις και επίσης δεν είναι διαθέσιμα με τον «απτό» τρόπο που μπορούσαν παλιότερα. Τώρα οι σχέσεις που ήταν μέχρι χθες καταφύγια, έχουν γίνει απειλές για την υγεία. Με όλο αυτό, θεωρώ πολύ πιθανόν, οι άνθρωποι να μπουν σ’ έναν φαύλο κύκλο, σ’ έναν φαύλο συναισθηματικό καταρράκτη, όπου κυριαρχεί ο φόβος, η απειλή, η απελπισία, η αίσθηση του αβοήθητου και η οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής προσκρούει πάνω στον τοίχο της απομόνωσης ή και των απαγορεύσεων μετακίνησης. Προφανώς, για αρκετούς, οι ψυχολογικές επιπτώσεις θα εμφανιστούν σε δεύτερο χρόνο όταν η απειλή της σωματικής υγείας θα έχει υποχωρήσει με την νίκη κατά του ιού, οπότε οι μηχανισμοί άμυνας που τώρα έχουν ενεργοποιηθεί θα υποχωρήσουν. Μπορούμε να μιλάμε για μια ραγδαία αύξηση των περιπτώσεων διαταραχής μετατραυματικού στρες. Και ξαναλέω, γιατί χρειάζεται να το προσέξουμε πιο πολύ, ότι η κατάσταση είναι και θα είναι πολύ πιο δύσκολη για τους ανθρώπους που ήδη υποφέρουν από ψυχαναγκαστική διαταραχή, οριακή διαταραχή, προβλήματα με τη διατροφή καθώς και προβλήματα άγχους ή κατάθλιψης. Αν χρειάζεται να το πούμε με μια κουβέντα, το πιο ζόρικο που (θα) έχουμε να διαχειριστούμε είναι το πένθος μας για έναν τρόπο ζωής που, μάλλον, χάνεται.
Τι θα συμβουλεύατε τον κόσμο που αγωνιά για τον εαυτό του και τους κοντινούς του ανθρώπους; Ίσως κάποιες πρακτικές αυτοβοήθειας;
Κοίταξε, έχουμε μια δυσκολία εδώ. Διότι πρέπει να πάμε τώρα σ' έναν πολιτισμό που το μόνο που σκεφτόταν ακόμη και για το μέλλον ήταν πως "θα το κερδίσει", να του πούμε ότι χρειάζεται να μάθει να αποδέχεται τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα, ως αναπόφευκτες «ζόρικες» συνθήκες, αλλά και ως ευκαιρίες σχέσης και δημιουργικότητας. Γιατί, κατά βάσιν αυτή είναι η καλύτερη συμβουλή που θα μπορούσα να δώσω. Να ψυχο-εκπαιδευτούμε όλοι σε μια ανθεκτικότητα στην αβεβαιότητα και στην ματαίωση. Να του πούμε επίσης ότι μπορεί να δει την απειλή ως μια ευκαιρία εκ νέου νοηματοδότησης της ζωής. Ο Γιάλομ το λέει πολύ ωραία αυτό: «ενώ ο ίδιος ο θάνατος είναι μια καταστροφή, η ιδέα του θανάτου μπορεί να μας σώσει!».
Αλλά αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, λόγω του ναρκισσιστικού ατομοκεντρισμού στον οποίο συνηθίσαμε για δεκαετίες. Οπότε μια πιο εύκολη συμβουλευτική θα έλεγε πως όλα αυτά, ακόμη και όσα αναλύσαμε προηγούμενα εδώ, είναι σκέψεις, μονάχα σκέψεις και δεν είναι απαραίτητα η πραγματική πραγματικότητα. Άρα, μπορούμε να αφήνουμε για λίγο στην άκρη τα «σενάρια» και να στρέφουμε την προσοχή μας στις αισθήσεις μας. Στην όραση, στη γεύση, στην αφή, στην ακοή, στην όσφρηση. Ας παίρνουμε όσο μπορούμε αισθητηριακές ανάσες, προσανατολίζοντας την ύπαρξη μας στο πολυδιαφημισμένο «εδώ και τώρα», παρατηρώντας γύρω μας, αγγίζοντας τα χέρια μας ή τα πιάτα την ώρα που τα πλένουμε, ακούγοντας μικρούς ήχους που συνήθως προσπερνάμε, μυρίζοντας το φαγητό που μαγειρεύεται σε κάποια κουζίνα. Ας στρέψουμε την προσοχή μας για λίγο στα μικρά δεδομένα μας.
Επίσης, αυτές τις ώρες που δεχόμαστε μια καταιγίδα συναισθημάτων ας έχουμε κατά νου αυτό που δείχνουν δεκάδες έρευνες. Πως όσο περισσότερο αντιστεκόμαστε, παλεύοντας να διώξουμε μακριά ένα δυσάρεστο συναίσθημα όπως ο φόβος, το άγχος ή ο θυμός, τόσο αυτό γιγαντώνεται. Έχουμε δηλαδή τώρα μια ευκαιρία να καλωσορίσουμε τα συναισθήματα μας ως πιστοποιητικά της ύπαρξης μας.
Και ακόμη, Ας κάνουμε και καμιά άσκηση συμπόνιας και ενσυναίσθησης, ας σκεφτούμε για λίγο τον γνωστό ή άγνωστο Άλλο, που δυσκολεύεται "σαν και εμένα" και ας περιορίσουμε τον εσωτερικό επικριτικό εισαγγελέα, που ζητάει να ανακουφίσει τον εκνευρισμό μας καταγγέλλοντας τους Άλλους. Όχι άλλη επικριτική ηθικολογία! Ας μην υποχωρήσουμε στον πειρασμό που χωρίζει τους ανθρώπους σε υπεύθυνους και ανεύθυνους.
Μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο άγχος, την ίδια αβεβαιότητα, μοναξιά, φόβο και θλίψη. Είναι τώρα μια καλή ευκαιρία να αφήσουμε στην άκρη τους εγωισμούς, τις καχυποψίες και τις πικρίες. Να αναλάβουμε εμείς το «ρίσκο» να καλέσουμε όποιους θέλουμε να μιλήσουμε, να στείλουμε εμείς εκείνο το μήνυμα που δεν λάβαμε, ακόμα και σ’ εκείνους που δεν τους έχουμε εμείς ανάγκη, αλλά εκείνοι.
Είναι τώρα μια καλή ευκαιρία να μοιραστούμε με τους σημαντικούς μας Άλλους τα πένθη και τις απώλειες, που κρύβαμε για χρόνια κάτω από το χαλί της πολυάσχολης καθημερινότητα σας.
Και ας μην ξεχνάμε πως ό,τι και να επιδιώκει το Σύστημα, οι άνθρωποι νιώθουμε ασφαλείς μόνο στο βαθμό που συνδεόμαστε με τους Άλλους, όχι όταν φυλαγόμαστε απ' αυτούς ή όταν τους εξουσιάζουμε. Ίσως είναι τώρα η ώρα για να νοιώσουμε και ασφαλείς και ελεύθεροι, δηλαδή να σχετιστούμε πλήρως ξανά. Και μ’ αυτή την έννοια ίσως μπορούμε να ελπίζουμε ότι αυτή η ιική απειλή είναι μια ευκαιρία όχι μόνο για το Σύστημα να μας ποδηγετήσει στο πλαίσιο ενός ψηφιακού αστυνομικού κράτους, αλλά και η δική μας ευκαιρία για μια επανάσταση που θα είναι πρώτα επανάσταση των ψυχών. «Ας ελπίσουμε», όπως λέει και ο Han, «ότι μετά τον ιό έρχεται μια ανθρώπινη επανάσταση».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Βέφα Αλεξιάδου: Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η αγαπημένη μαγείρισσα
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις