Πόσο εφικτή είναι μια επιστροφή του Γκουαρδιόλα στον πάγκο της Μπάρσα το 2021 με το ψηφοδέλτιο του Λαπόρτα; Οι δυο προεδρικές θητείες του “Γιαν”, το μαγικό 2009, οι τίτλοι, οι κρίσεις, η παρακαταθήκη στον σύλλογο, η πολιτική, η ήττα το 2015, ο Ροσέλ, ο Μπαρτομέου, ο Φοντ και ο Τσάβι.
Πριν από λίγες μέρες, στις 11 Μαΐου, στην τηλεοπτική εκπομπή “Tot es mou” του καταλανικού καναλιού TV3, φιλοξενήθηκε ο πρώην πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, Τζουάν Λαπόρτα, μιλώντας για πολλά και διάφορα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της συνέντευξης του, αφορούσαν τις σκέψεις του να θέσει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία στις εκλογές του 2021, αλλά και την επιθυμία του – στην περίπτωση που εκλεγεί – να δει τον Πεπ Γκουαρδιόλα να επιστρέφει στον πάγκο των “μπλαουγκράνα”. Ο Λαπόρτα, όπως εξήγησε, σχεδιάζει ήδη τις κινήσεις του, θέλοντας να παρουσιάσει μια αξιόπιστη πρόταση για το μέλλον του συλλόγου. Ο ίδιος πάντως, στη διάρκεια της εκπομπής, παραδέχτηκε ότι το θέμα του Πεπ είναι αρκετά δύσκολο, γι’ αυτό και εξετάζει εναλλακτικά σενάρια για τη θέση του προπονητή, προσθέτοντας ότι θα έβλεπε θετικά και την περίπτωση του Τσάβι, ο οποίος όμως – δεν πρέπει να ξεχνάμε πως – έχει ήδη δεσμευθεί με τον αντίπαλο υποψήφιο του Λαπόρτα στις εκλογές, Βίκτορ Φοντ.
Πριν δούμε τις παραμέτρους που συνδέονται με μια πιθανή – ή όχι – επιστροφή του Γκουαρδιόλα στην Μπαρτσελόνα μετά τις αρχαιρεσίες του 2021, ας πούμε πρώτα λίγα πράγματα για το παρελθόν του πρώην διοικητικού παράγοντα των “culés”, προέδρου στην πιο πετυχημένη περίοδο του συλλόγου, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στους τίτλους που κατακτήθηκαν επί θητείας του, αλλά και σε άλλα, πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Ο Τζουάν Λαπόρτα γεννήθηκε το 1962 στη Βαρκελώνη και σπούδασε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε ειδικευόμενος στο εταιρικό δίκαιο. Είναι ιδρυτικό μέλος του δικηγορικού γραφείου Laporta & Arbós, καθώς και επισκέπτης καθηγητής του δικαίου περί ακινήτων στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.
ΤΟ “ELEFANT BLAU” ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2000
Η πρώτη του ανάμιξη στα διοικητικά της Μπαρτσελόνα ήρθε το 1997, όταν υπήρξε υποψήφιος σύμβουλος με το ψηφοδέλτιο του Άνχελ Φερνάντεθ στις εκλογές του 1998, τις οποίες κέρδισε τελικά ο Τζουσέπ Γιουίς Νούνιεθ. Έναν χρόνο αργότερα, το 1998, ο Λαπόρτα δημιούργησε την πλατφόρμα “Elefant Blau” (μπλε ελέφαντας), με σκοπό να καταγγείλει τη διαχείριση του τότε προέδρου, Νούνιεθ. Οι δυο στόχοι του Elefant Blau ήταν πρώτον, να μην εισαχθεί η Μπαρτσελόνα στο χρηματιστήριο, άρα να μη γίνει αθλητική ανώνυμη εταιρεία (SAD) και δεύτερον, να μην ξοδευτούν αλόγιστα χρήματα σε μεταγραφές. Η πλατφόρμα προώθησε στο τέλος του 1997 μια πρόταση μομφής εναντίον του Νούνιεθ και τον Ιανουάριο του 1998, έχοντας συγκεντρώσει 6.014 υπογραφές μελών που ενέκριναν την πρωτοβουλία, κέρδισε το δικαίωμα ενός δημοψηφίσματος, το αποτέλεσμα του οποίου θα αποφάσιζε αν ο πρόεδρος του συλλόγου θα συνέχιζε στο πόστο του.
Το referendum διενεργήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1998, ο Νούνιεθ παρέμεινε στη θέση του, όμως ο μεγάλος αριθμός ψήφων υπέρ της μομφής (24.863), εδραίωσε την ομάδα Elefant Blau – και μαζί της τον Λαπόρτα – ως την πραγματική αντιπολίτευση στη διοίκηση. Η πλατφόρμα συνέχισε τις δράσεις της, εξαναγκάζοντας τελικά τον Νούνιεθ σε παραίτηση τον Μάιο του 2000, με προκήρυξη εκλογών μετά από ένα μήνα. Ο Λαπόρτα μπήκε στο ψηφοδέλτιο του υποψήφιου για την προεδρία, Γιουίς Μπασάτ, όμως νικητής ανακηρύχθηκε ο Τζουάν Γκασπάρ με ποσοστό 55%. Μετά την ήττα στις εκλογές του 2000, αλλά και την κάκιστη διαχείριση του Γκασπάρ, ο Λαπόρτα αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος μιας ομάδας, για να διεκδικήσει τον προεδρικό θώκο, στην περίπτωση πρόωρων εκλογών, εγκαταλείποντας τον Μπασάτ.
Ο ΛΑΠΟΡΤΑ ΝΙΚΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2003
Μαζί του, στη νέα αυτή προσπάθεια, τον ακολούθησαν νεαροί επιχειρηματίες, εκ των οποίων, ο Σάντρο Ροσέλ ήταν εκείνος που έγινε το δεξί του χέρι και ο υπεύθυνος σε αθλητικά θέματα. Η συμφωνία ήταν ότι στην περίπτωση νίκης στις εκλογές, ο Ροσέλ θα γινόταν αντιπρόεδρος. Σε αντάλλαγμα, ο Ροσέλ έφερε στην ομάδα του Λαπόρτα, επιχειρηματίες της εμπιστοσύνης του, όπως ο Τζόρντι Μονές και ο Τζουσέπ Μαρία Μπαρτομέου. Μετά την παραίτηση του Γκασπάρ τον Φεβρουάριο του 2003 και την ανάληψη της προεδρίας από τον υπηρεσιακό Ενρίκ Ρέινα, προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 15 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς. Οι υποψήφιοι ήταν έξι, περισσότεροι από κάθε άλλη φορά σε αρχαιρεσίες για την ανάδειξη προέδρου του συλλόγου.
Εκτός από τον Μπασάτ και τον Λαπόρτα, κατέβαιναν ακόμα οι Τζάουμε Γιαουραδό, Τζουσέπ Μαρτίνεθ Ροβίρα, Τζουσέπ Μαρία Μινγκέγια και Τζόρντι Μαζό. Όλα τα γκάλοπ έδιναν σίγουρο νικητή τον Μπασάτ, ο οποίος είχε συγκεντρώσει στο ψηφοδέλτιο πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες της καταλανικής κοινωνίας και είχε παρουσιάσει τον Πεπ Γκουαρδιόλα ως τον επόμενο αθλητικό διευθυντή του συλλόγου, σε περίπτωση επικράτησης του. Ο Λαπόρτα ήταν ο τελευταίος από τους έξι, που παρουσίασε την υποψηφιότητά του. Το προεκλογικό του σλόγκαν ήταν το “Primer, el Barca” (πρώτα η Μπάρσα), το ψηφοδέλτιό του ήταν γεμάτο με νέους και πετυχημένους επιχειρηματίες 35-45 ετών, που δήλωναν αποφασισμένοι να αφιερώσουν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους στο σύλλογο.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λαπόρτα δεν το είπε ποτέ ανοιχτά, τα καταλανικά και ισπανικά ΜΜΕ ανακοίνωσαν ότι ο Γιόχαν Κρόιφ (του οποίου εκτός από φίλος, ήταν και προσωπικός δικηγόρος) στήριζε τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα. Το ψηφοδέλτιο του Λαπόρτα είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Καταλονία. Στις προεκλογικές εκδηλώσεις, όλοι έβλεπαν τους νέους, πετυχημένους, μορφωμένους υποψήφιους, που καμία σχέση δεν είχαν με το μέχρι τότε μοντέλο των διοικητικών παραγόντων. Ένας Άγγλος δημοσιογράφος που κάλυπτε την εκστρατεία, χαρακτήρισε τον Λαπόρτα ως τον “Κένεντι της Μπαρτσελόνα”, κάτι που υιοθέτησαν αμέσως όλα τα καταλανικά μέσα. Όσο πλησίαζαν οι εκλογές, ο Μπασάτ άρχισε να χάνει σε δυναμική και ο Λαπόρτα να κερδίζει.
Την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας, ο Λαπόρτα ανακοίνωσε ότι είχε έρθει σε συμφωνία με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για την απόκτηση του Ντέιβιντ Μπέκαμ, κάτι που επιβεβαίωσε ο ίδιος ο αγγλικός σύλλογος στην επίσημη ιστοσελίδα του. Τελικά, στις 15 Ιουνίου έφτασε η μεγάλη μέρα. Παρά τον καύσωνα, η προσέλευση στις κάλπες ήταν μαζική από τα μέλη. Αμέσως μετά την καταμέτρηση, έγινε γνωστό ότι ο Λαπόρτα είχε κερδίσει, ξεπερνώντας μάλιστα κάθε προσδοκία και αισιόδοξη πρόβλεψη στο τελικό αποτέλεσμα, με το εντυπωσιακό 52,57% των ψήφων! Ο Μπασάτ έμεινε δεύτερος με ποσοστό μόλις 31,80%. Έτσι λοιπόν, ο Λαπόρτα, στα 41 του, έγινε ο τέταρτος μικρότερος σε ηλικία πρόεδρος στην ιστορία της Μπαρτσελόνα.
2005, Η ΠΡΩΤΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΣΕΛ
Μόλις ανέλαβε την προεδρία, ο Λαπόρτα, στηριγμένος από τη μία στις συμβουλές του Κρόιφ και από την άλλη στη δουλειά του αθλητικού αντιπροέδρου πλέον, Ροσέλ, άλλαξε δραστικά τις αθλητικές δομές του συλλόγου και προσέλαβε ως τεχνικό γραμματέα τον πρώην παίκτη των “μπλαουγκράνα”, Τσίκι Μπεγκιριστάιν. Δεν ανανέωσε τον Ράντομιρ Άντιτς και αφού προσπάθησε – χωρίς επιτυχία – να προσλάβει πρώτα τον Γκους Χίντινκ και στη συνέχεια τον Ρόναλντ Κούμαν, τελικά συμφώνησε με τον άπειρο προπονητικά Φρανκ Ράικαρντ. Ο Λαπόρτα δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την προεκλογική υπόσχεσή του στα μέλη και να φέρει στη Βαρκελώνη τον Μπέκαμ (ο οποίος προτίμησε τους galácticos του Φλορεντίνο Πέρεθ), έτσι πλήρωσε 27 εκ. ευρώ στην Παρί Σεν Ζερμέν για να αγοράσει τον Ροναλντίνιο.
Σε εκείνη την πρώτη του σεζόν στην προεδρία (2003/04), μπορεί η Μπάρσα να μην κατέκτησε τίποτα, αλλά δυο σημαντικά γεγονότα ήταν η αύξηση των μελών κατά 25.000 (από τις 105.000 στις 130.000) και ο αποκλεισμός από το “Καμπ Νόου” των ακραίων φανατικών “Boixos Nois”. Πριν το ξεκίνημα της επόμενης σεζόν (2004/05), Λαπόρτα και Ροσέλ ολοκλήρωσαν το μεγάλο ξεκαθάρισμα του ρόστερ (έφυγαν 16 παίκτες) και πραγματοποίησαν μια ακόμα πολύ μεγάλη μεταγραφή, αυτή του Σαμουέλ Ετό από τη Μαγιόρκα. Παίζοντας ωραίο ποδόσφαιρο, η ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα, το πρώτο μετά από έξι χρόνια, επαναφέροντας τον ενθουσιασμό στις τάξεις των φιλάθλων, που αναγνώριζαν την επιτυχία του μοντέλου της διοίκησης Λαπόρτα.
Όμως, παρά την επιτυχία στη Λίγκα, από το ξεκίνημα της περιόδου άρχισε να παρατηρείται μια ψυχρότητα στις σχέσεις Λαπόρτα και Ροσέλ, αφού ο αντιπρόεδρος διαφωνούσε με κάποιες αποφάσεις του προέδρου, αλλά και με τις συμβουλές που του έδινε ο Κρόιφ. Στο μέσο της σεζόν έγινε φανερή η πλήρης διάσταση απόψεων ανάμεσα στις δυο πλευρές και ο καταλανικός Τύπος έγραφε ανοιχτά πλέον για τις διαφωνίες μέσα στη διοίκηση. Παράλληλα, υπήρξε μια διπλή “κρίση” στα τμήματα του χάντμπολ και του μπάσκετ, με αλλεπάλληλες παραιτήσεις παραγόντων και προπονητών, ενώ τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμα περισσότερο, όταν ο Λαπόρτα επέβαλλε στο διοικητικό συμβούλιο τον πρώην κουνιάδο του, Αλεχάνδρο Ετσεβαρία, γνωστό για την φιλοφρανκική ιδεολογία του.
Στις 2 Ιουνίου του 2005, μόλις δυο εβδομάδες μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος, η κρίση κορυφώθηκε, αφού τέσσερα μέλη της διοίκησης (Σάντρο Ροσέλ, Τζόρντι Μονές, Τζουσέπ Μαρία Μπαρτομέου και Τζόρντι Μόις) εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση. Η τετράδα, με επικεφαλής τον Ροσέλ, κατέστησε σαφές ότι ο Λαπόρτα είχε αλλάξει μέσα σε εκείνη τη διετία και πως μέσα στη διοίκηση, αρχές όπως η δημοκρατία, οι ανοιχτές διαδικασίες και η ομαδική εργασία, είχαν δώσει τη θέση τους στον αυταρχισμό, την αδιαφάνεια και τη φιλοδοξία για εξουσία. Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, απασχόλησαν σε καθημερινή βάση και με εκτεταμένα δημοσιεύματα, τον καταλανικό Τύπο, ενώ λίγες μέρες αργότερα, παραιτήθηκε ένα ακόμα μέλος της διοίκησης, ο Σαβιέρ Φάους.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ CHAMPIONS LEAGUE ΚΑΙ Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ
Η επόμενη σεζόν (2005/06) έφερε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες για τη διοίκηση Λαπόρτα, αφού η Μπαρτσελόνα, εκτός από ένα ακόμα πρωτάθλημα, κατέκτησε το δεύτερο Champions League της ιστορίας της, σε μια αψεγάδιαστη πορεία, όπου οι “μπλαουγκράνα” σε 13 αγώνες που έδωσαν στη διοργάνωση, δε γνώρισαν την ήττα (9 νίκες & 4 ισοπαλίες) και πήραν το τρόπαιο με ανατροπή στον τελικό του “Σταντ ντε Φρανς” απέναντι στην Άρσεναλ με τα τέρματα των Ετό και Μπελέτι (2-1). Όμως τα προβλήματα δε σταμάτησαν για τον Λαπόρτα. Παρά το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 2006 συμπλήρωνε ουσιαστικά τρία χρόνια στο πόστο του, ένας δικαστής έδωσε τη δική του ερμηνεία στο καταστατικό του συλλόγου, αποφασίζοντας ότι οι πρώτες οκτώ μέρες της προεδρίας έπρεπε να υπολογιστούν ως ξεχωριστό έτος (!), άρα ο Λαπόρτα ήταν υποχρεωμένος να προκηρύξει άμεσα νέες εκλογές!
Τελικά το πρόβλημα ξεπεράστηκε “ανώδυνα”, αφού εκτός του Λαπόρτα, δεν παρουσιάστηκε άλλος υποψήφιος, οπότε η θητεία του ανανεώθηκε χωρίς να χρειαστεί η προσφυγή στις κάλπες. Μετά το “νταμπλ” της προηγούμενης σεζόν, η επόμενη αγωνιστική περίοδος (2006/07) δεν έφερε καμία επιτυχία για την Μπαρτσελόνα, ενώ το πρωτάθλημα χάθηκε στην ισοβαθμία με τη Ρεάλ Μαδρίτης, λόγω καλύτερων αποτελεσμάτων των “μερένγκες” στα μεταξύ τους παιχνίδια. Κάτι ανάλογο συνέβη και τη σεζόν 2007/08, παρά το γεγονός ότι έγιναν πολλές και σημαντικές μεταγραφές (Ανρί, Αμπιντάλ, Τουρέ, Μιλίτο). Η ομάδα δεν κατέκτησε κανέναν τίτλο, έμεινε 18 βαθμούς πίσω από τη Ρεάλ στη Λίγκα και για πρώτη φορά εμφανίστηκαν στις κερκίδες του “Καμπ Νόου” λευκά μαντήλια, με τους φίλαθλους να ζητούν την παραίτηση του Λαπόρτα.
2008: ΦΕΥΓΕΙ Ο ΡΑΪΚΑΡΝΤ ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΓΟΥΑΡΔΙΟΛΑ
Το καλοκαίρι του 2008, ολοκληρώθηκε φιλικά η συνεργασία του Ράικαρντ με τον σύλλογο, όμως το καινούργιο πρόβλημα για τον Λαπόρτα ήταν η πρόταση μομφής που είχε κατατεθεί εναντίον του από μια ομάδα δυσαρεστημένων – με τη διαχείρισή του – μελών του συλλόγου. Το δημοψήφισμα διενεργήθηκε στις 6 Ιουλίου του 2008 και το αποτέλεσμα ήταν ένα πολύ σκληρό χτύπημα στη διοίκηση του Λαπόρτα: εναντίον του ψήφισε το 60,6% των μελών, ενώ υπέρ του μόλις το 37,75%. Παρόλα αυτά, η προεδρία “σώθηκε” για μόλις 6%, αφού σύμφωνα με το καταστατικό της Μπαρτσελόνα, για να περάσει μια πρόταση μομφής, απαιτείται το 66,6% των ψήφων, δηλαδή τα 2/3 των ψηφισάντων. Τέσσερις μέρες αργότερα, παραιτήθηκαν οκτώ από τα δεκαεπτά συνολικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου.
Οι παραιτηθέντες προσπάθησαν να πείσουν τον Λαπόρτα να παραιτηθεί και αυτός και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, όμως εκείνος αρνήθηκε και αποφάσισε να στηριχτεί στον σκληρό πυρήνα των δικών του ανθρώπων στη διοίκηση, ώστε να συνεχίσει τη θητεία του. Απαλλαγμένος πλέον και από αυτό το “βαρίδι”, ο Λαπόρτα έστρεψε την προσοχή του στην ομάδα, η οποία χρειαζόταν καινούργιο προπονητή. Ο πρόεδρος των culés είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του και ήταν έτοιμος να κάνει την κίνηση που αιφνιδίασε πολλούς, αλλά αποδείχτηκε “ματ” για την επόμενη τεραετία. Ήδη από την άνοιξη, όταν είχε αποφασίσει ότι δε θα συνέχιζε με τον Ράικαρντ, ο Λαπόρτα είχε στο μυαλό του την εναλλακτική λύση που άκουγε στο όνομα Πεπ Γουαρδιόλα.
ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ 2009 ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ
Βέβαια, εδώ πρέπει να πούμε, ότι στη διάρκεια της σεζόν, Λαπόρτα και Μπεγκιριστάιν είχαν συναντηθεί στη Λισαβόνα με τον Ζοζέ Μουρίνιο, για να συζητήσουν μαζί του μια πιθανή συνεργασία. Τελικά δεν πείστηκαν και ο πρόεδρος κατέληξε στον Γουαρδιόλα, τον οποίο μάλιστα ο Μουρίνιο είχε προτείνει ως βοηθό του! Ο ίδιος ο Λαπόρτα, σε μια συνάντησή του με τον Πεπ (που τότε ήταν προπονητής στην Μπαρτσελόνα Β), είχε αφήσει να εννοηθεί ότι τον προόριζε για τεχνικό της πρώτης ομάδας, για να εισπράξει την εξής απάντηση από τον Γουαρδιόλα: “No tindrás collons”, δηλαδή, “δεν θα έχεις τα αρχίδια για να το κάνεις”! Τελικά ο Λαπόρτα το έκανε και στις 17 Ιουνίου του 2008 έγινε η επίσημη παρουσίαση του νέου προπονητή.
Η πρώτη απόφαση του Πεπ ήταν η μη συνέχιση της συνεργασίας με τους Ροναλντίνιο και Ντέκο, κάτι που προκάλεσε γκρίνια στις τάξεις των φιλάθλων, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντί του, αφού θεωρούσαν ότι ήταν τελείως άπειρος για να κουμαντάρει ένα τόσο μεγάλο καράβι σαν την Μπάρσα. Οι γκρίνιες μεγάλωσαν μετά το κακό ξεκίνημα στη Λίγκα (ένας βαθμός στις πρώτες δυο αγωνιστικές), όμως η συνέχεια δικαίωσε απόλυτα τον Λαπόρτα, αφού οι “μπλαουγκράνα” σάρωσαν κυριολεκτικά τα πάντα, κάνοντας το πρώτο “τρεμπλ” στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου (Κύπελλο, πρωτάθλημα, Champions League), ενώ πέτυχαν και το εντυπωσιακό 2-6 μέσα στο “Μπερναμπέου” επί των “μερένγκες”.
Το μαγικό 2009 συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε με τρεις ακόμη τίτλους, τα δυο Σούπερ Καπ (ισπανικό και ευρωπαϊκό) και το Μουντιάλ Συλλόγων, κάνοντας την Μπαρτσελόνα την πρώτη και μοναδική ομάδα στην ιστορία του ποδοσφαίρου που πετύχαινε κάτι τέτοιο. Και κάπως έτσι φτάσαμε στη σεζόν 2009/10, την τελευταία της θητείας του Λαπόρτα, αφού σύμφωνα με το καταστατικό του συλλόγου, δε θα μπορούσε να ξαναθέσει υποψηφιότητα (οι δυο συνεχόμενες θητείες είναι το ανώτατο επιτρεπτό όριο). Οι “μπλαουγκράνα” κατέκτησαν ένα ακόμα πρωτάθλημα, το τρίτο σερί, όμως ένα ακόμα σκάνδαλο ήρθε να σκιάσει την προεδρία, όταν έγινε γνωστό ότι ο Τζουάν Ολιβέρ, δεξί χέρι του Λαπόρτα, είχε προσλάβει μια εταιρεία, για να παρακολουθεί συγκεκριμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου.
Ο Ολιβέρ μπορεί βέβαια να υποστήριξε ότι ο Λαπόρτα δεν είχε ιδέα για όλο αυτό, αλλά μάλλον κανείς δεν τον πίστεψε. Ο επίλογος της θητείας ήρθε στις 13 Ιουνίου του 2010, όταν διενεργήθηκαν οι εκλογές για την ανάδειξη νέου διοικητικού ηγέτη, με τον Σάντρο Ροσέλ να κάνει περίπατο, να παίρνει 35.021 ψήφους (τις περισσότερες από κάθε άλλο νικητή στην ιστορία του συλλόγου), δηλαδή ποσοστό 61,35% και να γίνεται ο 39ος πρόεδρος της Μπαρτσελόνα. Ο Λαπόρτα ολοκλήρωσε τη διπλή του θητεία, με το σύλλογο να έχει κατακτήσει σε αυτή την επταετία 59 επίσημους τίτλους σε όλα τα τμήματα (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χάντμπολ, χόκεϊ με πατίνια και χόκεϊ επί πάγου). Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν τα δυο Champions League στο ποδόσφαιρο, η μια Ευρωλίγκα στο μπάσκετ και το ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών στο χάντμπολ.
59 ΤΙΤΛΟΙ ΣΕ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ!
Ο Λαπόρτα κατηγορήθηκε για σπατάλες στο ταμείο της Μπαρτσελόνα, για έναν αδικαιολόγητο “νεοπλουτισμό” στην οικονομική διαχείριση που δημιούργησε χρέη σε διάφορα επίπεδα. Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι είναι ο πιο πετυχημένος πρόεδρος στην ιστορία του συλλόγου, σε ό,τι αφορά στη σχέση χρονικής διάρκειας στο αξίωμα και κατάκτησης τίτλων σε αυτό το διάστημα (7 χρόνια – 59 τίτλοι). Κάτι επίσης πολύ σημαντικό, ήταν οι πολύ καλές σχέσεις που είχε σε αυτή την επταετία τόσο με τους παίκτες, όσο και με τους προπονητές. Δεν είναι τυχαίες οι κατά καιρούς δηλώσεις που έχει κάνει για τη συνύπαρξή τους, ο Γουαρδιόλα: “Είχα μια υπέροχη συνεργασία με τον Λαπόρτα και του είμαι ευγνώμων για αυτό. Υπήρξε πάντοτε άψογος στη σχέση του με τους ποδοσφαιριστές και τον προπονητή”.
Και συνεχίζει ο Πεπ: “Ο Τζουάν ήταν αξιολάτρευτος. Ποτέ, ποτέ όμως δε μας άσκησε την παραμικρή πίεση, κάτι σχεδόν αδύνατο για έναν πρόεδρο. Ποτέ δε μου έδωσε την παραμικρή αφορμή για κάτι αρνητικό στα χρόνια που βρεθήκαμε μαζί στον σύλλογο. Το να συνεργάζομαι μαζί του, ήταν μια απόλαυση. Δεν είμαστε κολλητοί φίλοι, αλλά η σχέση μας είναι άριστη. Μου έδωσε την ευκαιρία να προπονήσω αυτή την ομάδα, μου έδωσε όλα όσα του ζήτησα και με άφησε να εργαστώ με απόλυτη ελευθερία. Ήταν τιμή και χαρά μου να συνυπάρξω μαζί του και νιώθω παντοτινή ευγνωμοσύνη για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε”. Η σχέση αυτή φυσικά και υπήρξε αμφίδρομη, με τον Λαπόρτα να κάνει σε κάθε ευκαιρία ανάλογες δηλώσεις για τον Γουαρδιόλα: “Του είμαι αιώνια ευγνώμων για πολλούς λόγους”.
Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΛΑΠΟΡΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο Λαπόρτα πάντως, δεν “ξέχασε” καθόλου την Μπαρτσελόνα μετά το 2010. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2015, κατέβηκε και πάλι υποψήφιος για την προεδρία. Πριν δούμε όμως τί συνέβη σε εκείνες τις εκλογές, ας πούμε πρώτα μερικά λόγια για την ενασχόλησή του με την πολιτική, κυρίως επειδή τα σημαντικότερα βήματα σε αυτόν τον τομέα, τα έκανε σε εκείνη την πενταετία, από το 2010 μέχρι το 2015. Ο Λαπόρτα αυτοχαρακτηρίζεται ως “independentista”, τάσσεται δηλαδή υπέρ μιας ανεξάρτητης Καταλονίας. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι “ονειρεύεται ένα καταλανικό έθνος που θα οργανωθεί ως ανεξάρτητο κράτος”. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, έγινε μέλος του “Partit per la Independéncia”, κόμματος με βραχύβια παρουσία στην πολιτική ζωή της Καταλονίας (1996-1999).
Στη συνέχεια συνδέθηκε με την CiU (Καταλανοί Εθνικιστές) και την ERC (υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας). Όταν το 2010 ολοκληρώθηκε η δεύτερη θητεία του στην προεδρία της Μπαρτσελόνα, ίδρυσε την Democrácia Catalana, ένα πολιτικό κόμμα με σκοπό την ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας. Τον Δεκέμβριο του 2010 εξελέγη βουλευτής στο Καταλανικό Κοινοβούλιο (μέχρι το 2012) και λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2011, στις δημοτικές εκλογές, εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο της Βαρκελώνης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το τέλος της θητείας του, τον Μάιο του 2015, οπότε και άφησε την πολιτική για να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία της Μπαρτσελόνα. Ως πρόεδρος πάντως των “μπλαουγκράνα” το 2009, είχε προτρέψει ανοιχτά τα μέλη του συλλόγου να πάρουν μέρος στο – ανεπίσημο – δημοψήφισμα της 13ης Δεκεμβρίου, για την ανεξαρτησία της Καταλονίας.
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΑΠΟΡΤΑ ΣΤΗΝ ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ
Η αλήθεια είναι ότι ο Λαπόρτα είχε κατηγορηθεί πολλές φορές από τους αντιπάλους του, ότι είχε χρησιμοποιήσει τη θέση του στην Μπαρτσελόνα, για να ανελιχθεί και να χτίσει την πολιτική του καριέρα. Το σίγουρο είναι ότι επί των ημερών του, ο σύλλογος γνώρισε μια πρωτόγνωρη άνθηση σε όλα τα επίπεδα, ο αριθμός των μελών εκτοξεύθηκε σε δυσθεώρητα νούμερα (170.000 το 2009, αριθμός ρεκόρ που δεν ξεπεράστηκε ποτέ), η λειτουργία της Μασία μπήκε σε νέες βάσεις με τα γνωστά αποτελέσματα, το brand name της Μπαρτσελόνα έγινε γνωστό σε κάθε γωνιά της γης, το μάρκετινγκ απογειώθηκε με τα έσοδα από τις πωλήσεις των επίσημων προϊόντων να καταρρίπτουν κάθε προηγούμενη επίδοση, ενώ το “més que un club” πήρε ξεχωριστή σημασία με τη συμφωνία το 2006 της παρουσίας του λογότυπου της UNICEF στις φανέλες των παικτών, κάτι που δεν είχε προηγούμενο στο χώρο του ποδοσφαίρου παγκοσμίως.
Ας επιστρέψουμε όμως στις εκλογές του 2015 για την προεδρία του συλλόγου. Να πούμε εδώ, ότι ο εκλεγμένος το 2010 πρόεδρος, Σάντρο Ροσέλ, είχε παραιτηθεί τον Ιανουάριο του 2014 λόγω του σκανδάλου Νεϊμάρ και τη θέση του είχε πάρει, ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος, Τζουσέπ Μαρία Μπαρτομέου. Οι επόμενες εκλογές ήταν προγραμματισμένες να γίνουν τον Ιούλιο του 2016, όμως ο Μπαρτομέου αναγκάστηκε να τις επισπεύσει, κυρίως λόγω της αφόρητης πίεσης που δεχόταν λόγω της υπόθεσης του Νεϊμάρ και των χρημάτων που είχαν δαπανηθεί για τη μεταγραφή του, επειδή αρκετοί αντίπαλοί του προσπαθούσαν – όχι άδικα – να συνδέσουν και τον ίδιο με το σκάνδαλο. Έτσι λοιπόν, τον Ιανουάριο του 2015, ο Μπαρτομέου ανακοίνωσε τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών για τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.
Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΛΑΠΟΡΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΑΡΤΟΜΕΟΥ ΤΟ 2015
Οι υποψήφιοι που προέκυψαν, ήταν τέσσερις: ο Μπαρτομέου, ο Λαπόρτα, ο Τόνι Φρέισα και ο Αγκουστί Μπενεντίτο. Το ωραίο ήταν ότι Μπαρτομέου και Φρέισα είχαν συνεργαστεί στην απερχόμενη διοίκηση, Λαπόρτα και Μπενεντίτο στην προηγούμενη και όλοι μαζί από το 2003 μέχρι το 2006! Ο Μπαρτομέου, που είχε συγκεντρώσει 8.554 υπογραφές (τις περισσότερες από όλους), παρουσιαζόταν ως το μεγάλο φαβορί. Πέρα από το σκάνδαλο Νεϊμάρ, ο “Μπάρτο” είχε αναγκαστεί να προσφύγει στις κάλπες, επειδή είχε ακούσει τα μύρια όσα για τη χορηγία του Κατάρ στις φανέλες της ομάδας, αλλά και επειδή η ποδοσφαιρική Μπάρσα, στο ξεκίνημα του 2015 έδειχνε σημάδια διάλυσης, λόγω της ρήξης μεταξύ του Λέο Μέσι και του Λουίς Ενρίκε.
Το αρνητικό κλίμα όμως άλλαξε άρδην με την κατάκτηση του τρεμπλ, κάτι που όπως ήταν φυσικό, μέτρησε στην πρόθεση ψήφου των μελών. Ο Μπαρτομέου υποσχέθηκε μάλιστα ότι μέχρι το 2021, τα ετήσια έσοδα – όχι κέρδη – του συλλόγου, θα έφταναν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ! Από τη μεριά του, ο Λαπόρτα θα μπορούσαμε να πούμε ότι έδειξε ανέτοιμος για την προεκλογική μάχη. Καταρχάς υπολόγιζε ότι αυτή θα λάμβανε χώρα το 2016, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο και θα κατέβαινε ως “σωτήρας” για τις κακές σεζόν που πιθανόν να είχαν προηγηθεί. Το τρεμπλ όμως του χάλασε όλα τα σχέδια με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Πιθανόν να πιέστηκε και από το περιβάλλον του για να διεκδικήσει την προεδρία, με μοναδικά όπλα την απόφασή του να δώσει νέα δυναμική στην αποδυναμωμένη Μασία και την υπόσχεση για την απόκτηση του Πολ Πογκμπά.
Έτσι λοιπόν φτάσαμε στη 18η Ιουλίου, ημέρα των εκλογών, με την προεδρία να παίζεται ανάμεσα στους Μπαρτομέου και Λαπόρτα, αφού οι άλλοι δυο υποψήφιοι δεν υπολογίζονταν καν στα προγνωστικά. Τελικά τα πολλά λάθη του Μπαρτομέου, μεταξύ των οποίων και η ταπεινωτική για την ιστορία και το γόητρο του συλλόγου απαγόρευση μεταγραφών από τη FIFA, δε στάθηκαν ικανά και αρκετά για να δώσουν στον Λαπόρτα το πάνω χέρι στην αναμέτρηση. Ο “Μπάρτο”, από τα συνολικά 47.270 μέλη που προσήλθαν στις κάλπες, πήρε 25.823 ψήφους (ποσοστό 54,63%), ενώ ο Λαπόρτα 15.615 (33,03%). Έτσι λοιπόν, αυτή η προσπάθεια για να επανέλθει στην προεδρία, κατέληξε σε αποτυχία. Απ’ ό,τι φάνηκε όμως πρόσφατα, ο “Γιάν” δεν είναι διατεθειμένος να το βάλει κάτω.
Και αυτή τη φορά, θα είναι σίγουρα πιο οργανωμένος, καλύτερα προετοιμασμένος και θα έχει τον απαραίτητο χρόνο μπροστά του για να προσπαθήσει κάτι που από τη μια φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο – αν όχι αδύνατο – από την άλλη όμως, αν το πετύχει, θα επιστρέψει του χρόνου το καλοκαίρι στον προεδρικό θώκο καβάλα στ’ άλογο. Και φυσικά αναφερόμαστε στον Γουαρδιόλα. Είναι σύνηθες στις εκλογές των μεγάλων ισπανικών συλλόγων, οι υποψήφιοι να παρουσιάζουν μια κλεισμένη μεταγραφή ή έστω δέσμευση κάποιου παίκτη (στην περίπτωση που εκλεγούν), για να προσελκύσουν ακόμα περισσότερες ψήφους και να δώσουν στην υποψηφιότητά τους ακόμα μεγαλύτερη δυναμική. Το έχουμε δει αρκετές φορές στο παρελθόν, θυμηθείτε ας πούμε τον Πέρεθ και τον Φίγκο το 2000 ή ακόμα και τον ίδιο τον Λαπόρτα το 2003 με τον Μπέκαμ (παρόλο που σε αυτή την περίπτωση η υπόσχεση δεν πραγματοποιήθηκε).
Ο ΦΟΝΤ ΚΑΙ Ο ΤΣΑΒΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΛΑΠΟΡΤΑ
Ε λοιπόν, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αν ο Λαπόρτα εξασφαλίσει το “οκ” της επιστροφής του Πεπ στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, η νίκη του στις εκλογές του 2021 δε θα κινδυνεύει, ακόμα και αν ο αντίπαλός του υποσχεθεί τη μικτή κόσμου! Είναι τέτοια η σχέση του Πεπ με την Μπαρτσελόνα, με την ομάδα, με τους φιλάθλους, με την πορεία και τη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου, με τις αξίες του més que un club, με το ίδιο το καταλανικό ζήτημα, αλλά και με τις επιτυχίες και τους τίτλους που κατακτήθηκαν στη θητεία του, που μια πιθανή επιστροφή του θα γιορταζόταν σχεδόν σαν την επιστροφή του Μεσσία. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο πραγματικότητα, υπάρχει ένα ανυπερβλητο εμπόδιο, που δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Γουαρδιόλα.
Πριν περάσουμε στα του Πεπ, να πούμε εδώ, ότι στις εκλογές του 2021 ο Μπαρτομέου δε θα έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα, αφού και αυτός θα έχει συμπληρώσει δυο συνεχόμενες θητείες. Προφανώς και είναι ακόμα νωρίς για επίσημες υποψηφιότητες, όμως μέχρι τώρα γνωρίζουμε, ότι εκτός του Λαπόρτα, την προεδρία θα διεκδικήσει και ο Βίκτορ Φοντ. Ο 47χρονος επιχειρηματίας από το Γκρανογέρς, παρουσίασε τον περασμένο Μάρτιο το πρότζεκτ του, το οποίο έχει ονομάσει “Sí al futur”, δηλαδή “ναι στο μέλλον”. Παρόντες στην εκδήλωση ήταν δυο “θρύλοι” της Μασία, οι Τζουάν Βιλά και Αλμπέρτ Μπενάιζες, άνθρωποι “κλειδιά” για την καριέρα των Τσάβι και Ινιέστα αντίστοιχα. Ο Φοντ είπε ότι η φιλοδοξία του είναι να μεταφέρει στα γραφεία της διοίκησης, την επανάσταση που έφερε ο Κρόιφ στο γήπεδο.
Συνοψίζοντας το σχέδιό του, κατέληξε σε τρία βασικά σημεία. Πρώτο, το διοικητικό συμβούλιο να αποτελείται από ανθρώπους που προέρχονται από τον χώρο του αθλητισμού και είναι προετοιμασμένοι για να παίρνουν αποφάσεις. Δεύτερο, οι διοικητικοί παράγοντες να έχουν εμπειρία σε τομείς επιχειρηματικότητας που σχετίζονται με τον σύλλογο, όπως είναι η τεχνολογία. Και τρίτο, οι παράγοντες αυτοί να έχουν εμπειρία στις σχέσεις με τις αθλητικές δομές. Βέβαια, εκείνο που απασχολεί περισσότερο τον Λαπόρτα σχετικά με τον αντίπαλό του, δεν είναι κάποιο από τα παραπάνω, αλλά το γεγονός ότι ο Φοντ έχει ήδη αποσπάσει τη δέσμευση του Τσάβι, ότι σε περίπτωση επικράτησής του στις εκλογές, θα αναλάβει το πόστο του προπονητή στην πρώτη ομάδα.
Και αυτό γιατί ο Λαπόρτα σε καμία περίπτωση δε θέλει “απέναντί” του τον Τσάβι, ειδικότερα δε αν ο ίδιος δεν καταφέρει να πείσει τον Γουαρδιόλα να επιστρέψει εκείνος στον πάγκο των “μπλαουγκράνα”. Αυτός είναι και ο λόγος, που στη συνέντευξή του στο TV3, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τον πρώην παίκτη των “μπλαουγκράνα”, φρόντισε να είναι πολύ διακριτικός και πολύ προσεκτικός, αν και δεν παρέλειψε – με πολλή ευγένεια είναι η αλήθεια – να “αποδομήσει” με συγκεκριμένο επιχείρημα αυτή την προοπτική: “Ο Τσάβι είναι ήδη προπονητής, ζει για το ποδόσφαιρο και είναι αυτός που θα πρέπει να αποφασίσει πότε θα είναι η ώρα του. Το 2021 θα υπάρχουν ακόμα παίκτες στην ομάδα που αγωνίστηκαν μαζί του και θα πρέπει να σκεφτεί αν είναι έτοιμος για να δίνει εντολές σε πρώην συμπαίκτες, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο”.
Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΓΟΥΑΡΔΙΟΛΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ MISSION IMPOSSIBLE
Ο Λαπόρτα παραδέχτηκε ότι δεν έχει μιλήσει μαζί του για θέματα προπονητικής και έκλεισε το “κεφάλαιο” Τσάβι, λέγοντας: “Είναι ένας τίμιος άνθρωπος, γνωρίζει πολλά από ποδόσφαιρο και θα πάρει τη σωστή απόφαση, θα ξέρει πότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή για να αναλάβει την Μπαρτσελόνα”. Στη συνέχεια της τηλεοπτικής του παρουσίας στο κανάλι TV3, ο Λαπόρτα ρωτήθηκε και για τον Γουαρδιόλα, δίνοντας την εξής απάντηση: “Εμένα θα μου άρεσε πολύ να επιστρέψει ο Πεπ, αλλά τώρα βρίσκεται στη Σίτι και αυτή είναι μια απόφαση που θα πρέπει να πάρει ο ίδιος. Πρόκειται για ένα σημείο αναφοράς του συλλόγου και πολλοί culés θα θέλαμε να τον δούμε να ξαναπροπονεί την Μπάρσα”. Αμέσως μετά πρόσθεσε: “Την κατάλληλη στιγμή θα μιλήσω με το πρόσωπο που πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι ο τεχνικός από το 2021 και μετά”, βάζοντας έτσι στην εξίσωση και το απαραίτητο μυστήριο.
Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι ο Λαπόρτα θα έχει εναλλακτικές λύσεις για την – πιθανότατη – περίπτωση που ο Γουαρδιόλα αρνηθεί να επιστρέψει. Σίγουρα θα έχει βολιδοσκοπήσει και άλλους υποψήφιους προπονητές για τον πάγκο της Μπαρτσελόνα, είναι δεδομένο ότι μέχρι του χρόνου θα έχει επαφές μέχρι να βρει αυτό που ψάχνει. Επειδή όμως ο Γουαρδιόλα – όπως γράψαμε και πιο πάνω – είναι εγγύηση για νίκη στις εκλογές, ας εξετάσουμε λίγο εκτενέστερα τις πραγματικές πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο, να δούμε δηλαδή τον Πεπ να συμφωνεί με τον Λαπόρτα και να παίρνει την απόφαση να γυρίσει στην Μπάρσα εννιά χρόνια μετά την αναχώρησή του το καλοκαίρι του 2012. Δυστυχώς για τον “Γιάν”, όλο αυτό μοιάζει με “mission impossible”.
Στη συνέντευξη στο TV3, ο Λαπόρτα αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα ονόματα. Παραδέχθηκε ότι δεν πρότεινε στον Τσάβι να επιστρέψει στην Μπάρσα ως προπονητής (αν και θα τον ενθουσίαζε, όπως είπε, μια τέτοια προοπτική) και επίσης εξέφρασε τη στήριξή του στον Σάντρο Ροσέλ για τα σχεδόν δυο χρόνια που πέρασε στη φυλακή, δείχνοντας σαφείς τάσεις συμφιλίωσης με το παρελθόν. Το σημαντικότερο όμως όνομα που έριξε στο τραπέζι ήταν εκείνο του Πεπ Γουαρδιόλα: “Αυτός είναι που μου αρέσει εμένα, μου αρέσει πολύ”. Μια επιθυμία που προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνει να έχει πιθανότητες να πραγματοποιηθεί. Και αυτό επειδή ο Πεπ δε φαίνεται να έχει την παραμικρή διάθεση να επιστρέψει στη Βαρκελώνη. Το συμβόλαιό του με τη Σίτι μπορεί να λήγει το καλοκαίρι του 2021, όταν δηλαδή θα διεξαχθούν οι εκλογές στην Μπάρσα, όμως ο ίδιος είναι απόλυτα “αφοσιωμένος” στο πρότζεκτ με τους “citizens”.
Η Σίτι πάντως (εκεί όπου συνεργάζεται αρμονικά με τους Φεράν Σοριάνο και Τσίκι Μπεγκιριστάιν) δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο Γουαρδιόλα θα αρνηθεί να αναλάβει εκ νέου τους “μπλαουγκράνα”. Από τη μία, σκέφτεται ότι θα είναι πρακτικά αδύνατο να επαναλάβει τις επιτυχίες της τετραετίας 2008-2012, αφού ο ίδιος ουκ ολίγες φορές έχει δηλώσει πως εκείνη η ομάδα ήταν “ανεπανάληπτη”. Από την άλλη, υπάρχει το περίφημο “entorno”, το “περιβάλλον” δηλαδή, όπως το είχε ονομάσει ο Γιόχαν Κρόιφ. Ο Πεπ θυμάται ακόμα την εχθρότητα με την οποία τον είχαν αντιμετωπίσει τα μέσα του ομίλου Grupo Godó (η Vanguardia, η Mundo Deportivo και το RAC) και δεν επιθυμεί για κανένα λόγο να γίνει πάλι – άθελά του – πρωταγωνιστής σε εξωαγωνιστικές ίντριγκες και διαπλοκές, κάτι που δε συμβαίνει στο Μάντσεστερ, εκεί όπου όλα είναι σαφώς πιο ήσυχα σε σχέση με τον ίδιο.
Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο να τον δούμε σύντομα να ανανεώνει με τη Σίτι, η οποία εκτός του ότι είναι απόλυτα ικανοποιημένη με τον προπονητή της, σίγουρα είναι ενήμερη για τις δηλώσεις και τις προθέσεις του Λαπόρτα, ο οποίος είχε άμεση επικοινωνία με τον Πεπ στη διάρκεια της καραντίνας. Αλλά ακόμα και αν ο Καταλανός τεχνικός δε συνεχίσει στους Άγγλους, όλα δείχνουν ότι θα θελήσει να συνεχίσει την καριέρα του σε κάποιο άλλο μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο ή ακόμα και να αναλάβει κάποια Εθνική ομάδα (μην ξεχνάμε ότι το συμβόλαιό του λήγει το 2021 και το Μουντιάλ έρχεται στο τέλος του 2022). Αν ο Γουαρδιόλα επιστρέψει – κάποια στιγμή – στην Μπαρτσελόνα, θα ήθελε – τουλάχιστον σύμφωνα με τα δικά του λόγια – να ασχοληθεί με τις ακαδημίες του συλλόγου.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι μια πιθανή επιστροφή του Πεπ στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, πρέπει να θεωρείται αδύνατη; Λογικά ναι, αν και ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ. Ας αφήσουμε ένα έστω και ελάχιστο περιθώριο στη διαπραγματευτική ικανότητα του Λαπόρτα, μην ξεχνώντας ότι αυτός είναι ο πρόεδρος με τον οποίο ο Γουαρδιόλα είχε την πλέον υποδειγματική συνεργασία στην καριέρα του. Αν τα καταφέρει, τότε θα έχει εξασφαλίσει τόσο τη νίκη στις εκλογές όσο και το πιο ιδανικό ξεκίνημα στην τρίτη θητεία του. Αν όχι, τότε θα πρέπει να βρει την καλύτερη δυνατή εναλλακτική, έναν προπονητή που όχι μόνο θα πείσει τα μέλη, αλλά και θα μπορέσει να κοντράρει στα ίσια την πολύ δυνατή “υποψηφιότητα” του Τσάβι, που όπως και να το κάνουμε, αυτή τη στιγμή δείχνει να είναι η νούμερο δυο επιλογή (μετά τον Πεπ) που ικανοποιεί απόλυτα τους φίλους της Μπαρτσελόνα για τον πάγκο της ομάδας.
* Πηγές: as.com, marca.com, lavanguardia.com, fichajes.com, rtve.es, 20minutos.es, europapress.es, laprovincia.es, abc.es, culemania.com, fcbarcelonanoticias.com
Πηγή: Contra.gr
The post Ο Λαπόρτα και η -σχεδόν- ουτοπική επιθυμία του για τον Γκουαρδιόλα (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ) appeared first on Thema Sports.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Στα χέρια των Αρχών καταγγελία για κακοποίηση ανήλικης - Συνελήφθη 55χρονος προπονητής
• Εικονικοί γάμοι: Στην Κύπρο μεταφέρθηκε ο Πακιστανός «εγκέφαλος» του κυκλώματος
• Άνοιξαν θέσεις εργασίας στην Αστυνομία - Ενδιαφέρεσαι; Μάθε όλες τις λεπτομέρειες
• Cyprus League by Stoiximan: Οι διαιτητές των αγώνων της 10ης αγωνιστικής
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις