Η πανδημία ξεσκέπασε χρόνια δομικά προβλήματα της δικαιοσύνης, αναφέρει καθηγητής του Παν. Κύπρου.
Η πανδημία του κορωνοϊού έχει ξεσκεπάσει χρόνια δομικά προβλήματα, ελλείψεις και αδυναμίες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στην Κύπρο «με αποτέλεσμα το σύστημα να φτάσει στα όρια της παράλυσης», αναφέρει ο Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου του Πανεπιστημίου Κύπρου και δικηγόρος, Δρ. Κώστας Παρασκευά, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων(ΚΥΠΕ).
Ο Δρ. Παρασκευά εκφράζει, επίσης, την άποψη ότι το σύστημα δεν κατάφερε να βγει πιο δυνατό μέσα από την κρίση που είχε ξεσπάσει πριν από ένα περίπου χρόνο με τις γνωστές καταγγελίες και τη κάθοδο της GRECO στην Κύπρο, σημειώνοντας ότι παρά το γεγονός ότι έγιναν κάποιες αλλαγές, δεν έχει γίνει ουσιαστική συζήτηση των προβλημάτων τα οποία συνεχίζουν να ταλανίζουν την κυπριακή δικαιοσύνη.
Ερωτηθείς πως η πανδημία του κορωνοϊού επηρέασε τον τομέα της δικαιοσύνης, ο Δρ. Παρασκευά είπε ότι «η πανδημία αποτέλεσε μια πρόκληση για το κράτος μας και τις συντεταγμένες δομές του, γενικότερα, οι οποίες όφειλαν να αντιδράσουν και να ανταποκριθούν στις πρωτόγνωρες συνθήκες οι οποίες δημιουργήθηκαν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα».
«Στον τομέα της δικαιοσύνης, ειδικότερα, έχω την άποψη ότι η πανδημία έχει ξεσκεπάσει χρόνια δομικά προβλήματα, ελλείψεις και αδυναμίες με αποτέλεσμα το σύστημα να φτάσει στα όρια της παράλυσης», σημείωσε.
«Έχει, πλέον, καταστεί σαφές για παράδειγμα», πρόσθεσε, «ότι η εισαγωγή της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης είναι μονόδρομος και συνιστά βασική προϋπόθεση για την παραπέρα πορεία της δικαιοσύνης στην Κύπρο».
Παράλληλα, συνέχισε, «οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δικαιοσύνη δεν μπορούν να περιμένουν άλλο, αφού η κατάσταση αγγίζει πλέον την καθημερινότητα του πολίτη, ενώ δεν επιτρέπει στην Κύπρο να διεκδικήσει τη θέση που θα μπορούσε να έχει ως κέντρο με δυνατότητες προσέλκυσης σοβαρών επενδύσεων».
Ερωτηθείς αν το δικαστικό μας σύστημα κατάφερε να βγει πιο δυνατό μέσα από την κρίση που ξέσπασε πριν από κάποιους μήνες στη δικαιοσύνη με τις γνωστές καταγγελίες περί έλλειψης αμεροληψίας των δικαστικών αποφάσεων και τη κάθοδο της GRECO στην Κύπρο, ο Δρ. Παρασκευά είπε ότι «δεν πιστεύω ότι το σύστημα έχει βγει πιο δυνατό από την κρίση αυτή, διότι παρά το γεγονός ότι έγιναν κάποιες αλλαγές, δεν έχει γίνει ουσιαστική συζήτηση των προβλημάτων τα οποία κατά την άποψη μου συνεχίζουν να ταλανίζουν την κυπριακή δικαιοσύνη».
«Πέραν από το ζήτημα της αμεροληψίας των δικαστών, που είχε βγει στην επιφάνεια με την κρίση στην οποία αναφέρεστε, αλλά και έχει αναδείξει το ΕΔΑΔ με αριθμό αποφάσεών του -μάλιστα μία εκ των αποφάσεων αυτών έχει εκδοθεί μόλις πρόσφατα - τεράστιο πρόβλημα υπάρχει με την ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο», όπως επεσήμανε.
«Παρά το γεγονός», όπως είπε, «ότι η Δημοκρατία έχει υιοθετήσει σχετική νομοθεσία προκειμένου να αποτρέψει αιτητές από ενδεχόμενες ατομικές προσφυγές στο Στρασβούργο με αντικείμενο την αδυναμία των κυπριακών δικαστηρίων να εκδίδουν αποφάσεις μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, γεγονός παραμένει ότι τα κυπριακά δικαστήρια δεν μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε αυτή τη βασική συνιστώσα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης».
«Υπάρχουν όμως, θα έλεγα, και πιο ουσιαστικά ζητήματα τα οποία και θα πρέπει να αρχίζουν να συζητούνται προκειμένου να αντιμετωπισθούν διεξοδικά», είπε, σημειώνοντας ότι «η συγχώνευση των δύο ανωτάτων δικαστηρίων, που προέβλεπε το κυπριακό Σύνταγμα το 1964, από ένα νέο ανώτατο δικαστήριο που ήταν ασφαλώς μια προσωρινή ρύθμιση είναι κάτι που δεν αντέχει άλλο στο χρόνο».
Η ρύθμιση αυτή, είπε, «είχε σαν αποτέλεσμα η εκδίκαση ζητημάτων συνταγματικής φύσεως και γενικότερα δημοσίου δικαίου να λαμβάνει χώρα από δικαστές καταρτισμένους και με εμπειρία σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου. Αυτό κατά την άποψη μου», πρόσθεσε, «είχε συνέπειες για την πορεία και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη του δημοσίου δικαίου στην Κύπρο και ήταν αντίθετο με την φιλοσοφία του Συντάγματος του 1960 που δεν ήθελε ενιαία δικαιοδοσία στην Κύπρο».
«Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ήθελε δυαδικό σύστημα δικαιοδοσιών και προέβλεψε τη δημιουργία ενός ανωτάτου και ειδικά εξοπλισμένου δικαστηρίου που να ασχολείται αποκλειστικά με το σύνολο των διαφορών δημοσίου δικαίου ώστε να προστατεύονται αποτελεσματικά τα δημόσια δικαιώματα και έννομα συμφέροντα των ιδιωτών», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς για τη μέχρι σήμερα λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου είπε ότι «η δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου αποτέλεσε μια ριζοσπαστική αλλά συνάμα σωστή, πιστεύω, εξέλιξη στη ζωή του διοικητικού δικαίου της Κύπρου. Η γέννηση του εν λόγω δικαστηρίου είχε καταστεί επιβεβλημένη λόγω της δυσχέρειας που αντιμετώπιζε το Ανώτατο Δικαστήριο στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, ένεκα και της αποκλειστικής του δικαιοδοσίας να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό κάθε προσφυγή του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
«Έτσι», ανέφερε, «είχε κριθεί αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης γενικότερα και της διοικητικής δικαιοσύνης ειδικότερα, πράγμα το οποίο έγινε με την εκχώρηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας σε Διοικητικό Δικαστήριο».
«Με την 8η τροποποίηση του Συντάγματος», πρόσθεσε, « η κυπριακή διοικητική δικαιοσύνη επιστρέφει, τουλάχιστον πρωτόδικα, στα χέρια εξειδικευμένων διοικητικών δικαστών με αποκλειστικό αντικείμενο την εκδίκαση διοικητικών διαφορών».
«Στην πράξη το εγχείρημα αυτό αποδίδει θετικά, ήδη, αποτελέσματα, αφού ο χρόνος εκδίκασης των προσφυγών του Άρθρου 146 έχει βελτιωθεί σημαντικά. Βεβαίως, εξακολουθεί να υπάρχει μια ανακολουθία, κατά την άποψή μου, που είναι το γεγονός ότι η εκδίκαση των εφέσεων που προέρχονται από αυτό το εξειδικευμένο διοικητικό δικαστήριο λαμβάνει χώρα από δικαστές με εμπειρία στα πολιτικά δικαστήρια», σημείωσε.
«Θα πρέπει να είναι σαφές, είπε ο Δρ. Παρασκευά, « ότι η αποστολή των διοικητικών δικαστών είναι διαφορετική από εκείνη των δικαστών των πολιτικών δικαστηρίων. Το έργο των διοικητικών δικαστών είναι ιδιαίτερα δυσχερές, αφού εκτός του ότι έχουν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τους πολύπλοκους κανόνες του διοικητικού δικαίου, καλούνται επίσης να διακρίνουν συχνά μεταξύ του γενικού και του ιδιωτικού εννόμου συμφέροντος».
Ανέφερε, επίσης, ότι πρόσφατα έχει κυκλοφορήσει το νέο του σύγγραμμα για το Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο το οποίο, όπως εξήγησε, «αποτελεί ερμηνευτική ανάλυση και συστηματική παρουσίαση των βασικότερων ζητημάτων του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου όπως αυτό εφαρμόζεται στην πράξη στην κυπριακή έννομη τάξη».
Ειδικότερα, είπε, «προσεγγίζονται νομικοί κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την οργάνωση και τον τρόπο παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοδοσίας στην Κύπρο. Στο έργο παρουσιάζεται και αναλύεται ενδελεχώς το ένδικο βοήθημα της προσφυγής του Άρθρου 146 του Συντάγματος που είχε εισαχθεί στην Κύπρο με το Σύνταγμα του 1960».
«Το σύγγραμμα αυτό αναδεικνύει την φύση των κανόνων του διοικητικού δικονομικού δικαίου και παρουσιάζει το θεωρητικό υπόβαθρο και τους κανόνες της διοικητικής δίκης. Αναφέρεται στη γενική θεωρία της διοικητικής δίκης, οριοθετεί την έννοιά της, συζητά το αντικείμενο και τους σκοπούς της, καθώς επίσης και τις πηγές του διοικητικού δικονομικού δικαίου», πρόσθεσε.
Είπε, επίσης, ότι «το σύγγραμμα εξετάζει, επίσης, τους κανόνες βάσει των οποίων διεξάγεται η διοικητική δίκη και αναλύει τη διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας. Το έργο διαρθρώνεται, περαιτέρω, σε κεφάλαια τα οποία έχουν ως αντικείμενο τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης της προσφυγής του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τους λόγους ακύρωσης, καθώς και τη διαδικασία εκδίκασης της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ακόμη, αναλύονται ζητήματα σχετικά με την προσωρινή δικαστική προστασία, με την προσαγωγή μαρτυρίας, με την τροποποίηση δικογράφων, όπως επίσης και η αναθεωρητική έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
«Το σύγγραμμα συνιστά έναν πλήρη οδηγό και απευθύνεται τόσο στο μελετητή όσο και στον εφαρμοστή του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου στην Κύπρο. Φιλοδοξεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο στην προσπάθεια τους να εξοικειωθούν με τη θεωρητική ανάλυση της ύλης του εν λόγω δικαίου, αλλά και να το εφαρμόσουν αποτελεσματικά στην πράξη ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων», κατέληξε.
ΑΠΟ ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Βέφα Αλεξιάδου: Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η αγαπημένη μαγείρισσα
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις