Ανατροπή στην υπόθεση στελέχους υπουργείου και ιδιοκτήτη φάρμας, ο οποίος φέρεται να κακοποιούσε σεξουαλικά ανήλικα αγόρια κατ' επανάληψη, αλλά και στο παρελθόν τον υπάλληλο του.
Υπενθυμίζουμε οτι ο συγκεκριμένος άνδρας καταγγέλθηκε για σεξουαλική κακοποίηση δύο ανήλικων αγοριών που παρακολουθούσαν μαθήματα ιππασίας στην φάρμα που διατηρεί ενώ παράλληλα εργαζόταν στο Υπουργείο Γεωργίας.
Ο κατηγορούμενος είχε αφεθεί ελέυθερος με εγγύηση 50 χιλιάδων ευρώ ωστόσο για την υπόθεση το Ανώτατο αποφάσισε όπως η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ο κατηγορούμενος τεθεί υπό κράτηση.
Η απόφαση:
Ο Εφεσίβλητος με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 8.6.2021, παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, όπου στις 8.7.2021 θα αντιμετωπίσει ένα βαρύ κατηγορητήριο στο οποίο περιλαμβάνονται 23 κατηγορίες για σεξουαλικής φύσεως αδικήματα που φέρεται να διέπραξε εις βάρος δύο ανήλικων αγοριών και εις βάρος ενός ενήλικα άνδρα.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο του μαρτυρικού υλικού, και κατ΄ επέκταση των κατηγοριών που ο Εφεσίβλητος θα αντιμετωπίσει στις 8.7.2021, αυτός για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και σε αρκετές περιπτώσεις, φέρεται να έχει διαπράξει σοβαρά εγκλήματα εις βάρος των τριών προσώπων.
Πιο συγκεκριμένα, φέρεται εντός Απριλίου του 2021 να κακοποίησε σεξουαλικά και να επιτέθηκε άσεμνα, αρκετές φορές, σε παιδί το οποίο δεν είχε φθάσει στην ηλικία συναίνεσης.
Το άλλο κατ΄ ισχυρισμόν θύμα του Εφεσίβλητου, είναι δεύτερος ανήλικος. Ο Εφεσίβλητος φέρεται εντός του Δεκεμβρίου του 2017 και εντός του Δεκεμβρίου του 2018, να κακοποίησε σεξουαλικά τον εν λόγω ανήλικο, ο οποίος ήταν ηλικίας κάτω των 13 ετών.
Η κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου φέρεται να επεκτάθηκε και εις βάρος ενός ενήλικα άνδρα, από την Αίγυπτο, τον οποίο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο Εφεσίβλητος εργοδοτούσε σε φάρμα/σχολή ιππασίας που διατηρούσε και/ή διαχειριζόταν.
Εδώ, η κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη συμπεριφορά, καλύπτει την περίοδο Μάιος του 2020-Απρίλης του 2021. Εντός αυτής της χρονικής περιόδου, ο Εφεσίβλητος φέρεται να διέπραξε, ανάμεσα σ΄ άλλα, 4 άσεμνες επιθέσεις εναντίον του ενήλικα άνδρα.Περαιτέρω, φέρεται να διέπραξε και αδικήματα που αφορούν σε εξαναγκασμό σε πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα (20η κατηγορία), και σε εξαναγκασμό σε διάπραξη συνουσίας (21η, 22η και 23η κατηγορία).
Εν κατακλείδι, η κατ΄ ισχυρισμόν εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου φέρεται να αρχίζει τέλος Δεκεμβρίου του 2017 και να τελειώνει Απρίλη του 2021. Τα αδικήματα που φέρεται να διέπραξε εις βάρος των δύο ανήλικων αγοριών, βασίζονται στον Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο του 2014, Ν. 91(Ι)/2014, ως έχει τροποποιηθεί, ενώ τα αδικήματα που φέρεται να διέπραξε εις βάρος του ενήλικα άνδρα, βασίζονται στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, ως έχει τροποποιηθεί.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζήτησε όπως ο Εφεσίβλητος μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία (8.7.2021), παραμείνει υπό κράτηση γιατί, ως ανέφερε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:
(α) υπάρχει πιθανότητα μη προσέλευσης του Εφεσίβλητου στη δίκη,
(β) υπάρχει πιθανότητα διάπραξης ίδιου ή άλλου αδικήματος, και
(γ) υπάρχει η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Πρόκειται για τους τρεις γνωστούς παράγοντες, για τους οποίους είναι δυνατό να διαταχθεί η κράτηση ενός υποδίκου. Μάλιστα, η ύπαρξη οποιουδήποτε από αυτούς, δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος κράτησης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ, 7).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που καταγράφει στην απόφαση του, απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντα αφού βρήκε πως ουδείς εκ των τριών πιο πάνω παραγόντων ευσταθούσε. Κατ΄ επέκταση, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές σε σχέση με τους όρους, διέταξε όπως ο Εφεσίβλητος παραμείνει ελεύθερος με συγκεκριμένους όρους που επέβαλε.
Αναφέρουμε από τώρα πως όσον αφορά στην πιθανότητα καταδίκης, δεν έχει αμφισβητηθεί από τις ευπαίδευτες συνηγόρους του Εφεσίβλητου, και ορθά, πως υπάρχει. Θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε πως στο στάδιο αυτό δεν τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του και μόνο (Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ, 32, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ, 54, Ευριπίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ, 337, Κουννάς κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ, 790 και Στέλιος Καλλή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 114/15, ημερ. 19.6.2015 και Μαυρομιχάλης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 165/20 και 166/20, απόφαση ημερ. 22.10.2020). Ούτε αμφισβητείται ότι τα αδικήματα που φέρεται να διέπραξε ο Εφεσίβλητος εις βάρος των δύο ανήλικων αγοριών, είναι εξαιρετικά σοβαρά, και συνεπώς οι ποινές που ενδεχομένως θα επιβληθούν σε περίπτωση καταδίκης, θα είναι αυστηρές.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να αφήσει ελεύθερο τον Εφεσίβλητο. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχαν τεθεί ενώπιον του τέτοια στοιχεία από τα οποία να προέκυπταν ισχυρές και εύλογες ανησυχίες ότι σε περίπτωση που ο Εφεσίβλητος παραμείνει ελεύθερος, υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον Εφεσίβλητο.
Ξεκινούμε από τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Ως ελέχθη, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζήτησε την κράτηση του Εφεσιβλήτου και επειδή θεωρούσε ότι υπήρχε μαρτυρία στη βάση της οποίας ο Εφεσίβλητος προσπάθησε να επηρεάσει τον ένα από τους δύο ανήλικους-παραπονούμενους. Όπως καταγράφεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, «τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου συγκεκριμένη μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος είχε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον ανήλικο παραπονούμενο που αφορούσαν το περιεχόμενο της κατάθεσης του ανηλίκου στην Αστυνομία».
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε τεθεί συγκεκριμένη μαρτυρία, η οποία προερχόταν από φιλικό πρόσωπο του Εφεσίβλητου. Σύμφωνα με αυτήν, το φιλικό πρόσωπο φέρεται να είπε στην Αστυνομία ότι ο Εφεσίβλητος του ανέφερε πως σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον ένα εκ των δύο ανηλίκων, ο τελευταίος (ο ανήλικος) ανέφερε στον Εφεσίβλητο ότι «είχε πιάσει η Αστυνομία τηλέφωνο τους γονείς του και ότι η Αστυνομία ήθελε να του μιλήσει και ότι κανόνισαν την Πέμπτη να τον πάρουν στην Αστυνομία να μιλήσει. Μου είπε ότι ο ανήλικος του είπε ότι δεν θα πει τίποτε και ότι αν δεν πει και ο ίδιος τίποτα δεν θα γίνει τίποτε. Μου είπε ότι πιστεύει ότι κάποιος τους είδε εκεί στο χωράφι που σταμάτησαν. Το χωράφι αυτό είναι στη μέση προς το σπίτι του ανήλικου. Μετά μου είπε ότι ο ίδιος (ο εφεσίβλητος) είπε του ανήλικου, αν τον ρωτήσουν να τους πει ότι σταμάτησε στο χωράφι γιατί τρύπησε το λάστιχο του αυτοκινήτου. Μετά μου είπε (ο εφεσίβλητος) ότι σκέφτηκε να του πει (του ανήλικου) λεπτομέρειες ότι δηλαδή εν το μπροστά το αριστερό, και βασικά να συνεννοηθούν για λεπτομέρειες αλλά δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει ξανά μαζί του».
Στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας, και στη βάση άλλης μαρτυρίας στην οποία έκανε αναφορά ο Έντιμος Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, βρίσκουμε πως είχε καταδειχθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Πλούσια η Νομολογία σε σχέση με τον πιο πάνω παράγοντα. Να υπενθυμίσουμε απλώς πως εκείνο που εξετάζεται είναι κατά πόσο οι φόβοι των Ανακριτικών Αρχών για επηρεασμό μαρτύρων, είναι εύλογα δικαιολογημένοι με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν (Σιημητρά κ.α. ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ, 397). Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες. Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας, αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/18, απόφαση ημερ. 4.2.2019).
Διαφωνούμε με τη θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία, δεν απεκάλυπτε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Διαφωνούμε και με τη θέση του ότι η συγκεκριμένη κατάθεση του συγκεκριμένου προσώπου, η οποία ομιλούσε για επηρεασμό ανήλικου παραπονούμενου, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη επειδή αφορούσε σε γεγονότα «προγενέστερα της καταχώρισης των αρχικών ποινικών υποθέσεων». Το ουσιώδες εδώ δεν είναι αν η προσπάθεια επηρεασμού έλαβε χώρα πριν ή μετά την καταχώριση ποινικής υπόθεσης, αλλά αν έλαβε χώρα μετά τη διάπραξη των κατ΄ ισχυρισμόν ποινικών αδικημάτων, όπως συνέβη εδώ. Περαιτέρω, όπως ορθά υπέδειξε ο Έντιμος Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, έχει σημασία και ο χρόνος που ο Εφεσίβλητος εδώ φέρεται να προσπάθησε να παροτρύνει τον ανήλικο, μέσω τηλεφώνου, να πει ψέματα στην Αστυνομία για τα υπό διερεύνηση εναντίον του αδικήματα, και που ήταν λίγο πριν αυτός (ανήλικος) μεταβεί στην Αστυνομία με τους γονείς του για να δώσει κατάθεση. Ουδεμία σημασία έχει το γεγονός ότι αυτός που τηλεφώνησε πρώτος ήταν ο ανήλικος και όχι ο Εφεσίβλητος, όπως υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος του τελευταίου.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και επιτυγχάνει.
Πιθανότητα διάπραξης ίδιου ή άλλου αδικήματος.
Στην Πιριπίτσης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ, 9 επαναλαμβάνεται πως η πολιτική δικαίου για την πρόληψη του εγκλήματος, έχει καθιερώσει κανόνα ο οποίος επιτρέπει την κράτηση όπου διαφαίνεται κίνδυνος επανάληψης αδικημάτων.
Στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ, 130, επαναλαμβάνεται ότι η πιθανότητα διάπραξης ίδιου ή άλλου αδικήματος, είναι δυνατό να αποτελέσει τον αποφασιστικό παράγοντα για την απόφαση του Δικαστηρίου.
Αυτό που προκύπτει από τη Νομολογία, είναι ότι δεν απαιτείται ακριβής ή συγκεκριμένη μαρτυρία σε σχέση με την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων. Όπως λέχθηκε στην Ονουφρίου ν. Αστυνομίας (2014) 2(A) ΑΑΔ 406:
«Η πιθανότητα αυτή δεν απαιτείται να αποδειχτεί με την αυστηρή του όρου έννοια, αλλά η πιθανολόγηση σε τάση, για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου, είναι αρκετή.»
Αρκεί να δημιουργείται μια ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα στη βάση του συνόλου του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων είναι δυνατό να προκύπτει είτε από στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υποδίκου ή της υπόθεσης είτε από εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της υπόθεσης (Χ΄΄ Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ, 45, Φενερίδης (1998) 1(Δ) ΑΑΔ, 2101, Πατατάρης ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 46, Σπανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ, 89 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 113/15 (Σχ. με 115/15), απόφαση ημερομηνίας 02.06.2015).
Εδώ, οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στο μαρτυρικό υλικό, αν και εφόσον αποδειχθούν, υποδηλώνουν συστηματική διάπραξη εγκλημάτων σεξουαλικής φύσης με πέραν του ενός προσώπου, περιλαμβανομένων ανηλίκων, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κατ΄ ισχυρισμόν διάπραξη μεγάλου αριθμού αδικημάτων, δεικνύει την ύπαρξη ροπής και τη δυνατότητα διάπραξης νέων αδικημάτων (Σκούρου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ, 140). Κριτήριο είναι η πιθανολόγηση για επανάληψη των αδικημάτων επί της όψεως του μαρτυρικού υλικού, και θεωρούμε ότι εν προκειμένω τούτο πληρούται.
Και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και επιτυγχάνει.
Κίνδυνος Φυγοδικίας.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος φυγοδικίας, τον οποίο επικαλέστηκε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για να ζητήσει την κράτηση του Εφεσίβλητου. Για το θέμα αυτό, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Συμφωνώ ότι τα αδικήματα για τα οποία ο κατηγορούμενος κατηγορείται είναι σοβαρά και ότι σε περίπτωση καταδίκης αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με πολύ αυστηρές ποινές. Από το μαρτυρικό υλικό που υπάρχει στο φάκελο, θα περιοριστώ να σημειώσω ότι έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να στηρίξουν καταδίκη του κατηγορουμένου.
Δυνητικά επομένως προκύπτει κίνδυνος φυγοδικίας. Όμως στην περίπτωση του κατηγορουμένου κρίνω ότι τα προσωπικά του δεδομένα είναι τέτοια που μπορούν να μετριάσουν αυτό τον κίνδυνο, σε συνάρτηση και με άλλους όρους που θα μπορούσαν να επιβληθούν από το Δικαστήριο.
Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου μαζί με άλλους όρους που μπορεί να επιβληθούν από το Δικαστήριο μπορεί να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα του κινδύνου φυγοδικίας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ανέφερε ότι «δυνητικά» προκύπτει κίνδυνος φυγοδικίας επειδή (α) τα αδικήματα είναι σοβαρά (β) υπάρχει πιθανότητα καταδίκης και (γ) οι ποινές που τυχόν θα επιβληθούν στον Εφεσίβλητο, θα είναι πολύ αυστηρές. Όπως εύστοχα σημείωσε ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην υπόθεση Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 48:
«Είναι όμως επίσης νομολογημένο πως σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα μη προσέλευσης με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος».
Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε πριν αποφασίσει για το κατά πόσο υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας, να ελάμβανε υπόψη του και τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου αφού αυτές είναι ένα στοιχείο σχετικό το οποίο αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων. Στη βάση όλων των πιο πάνω, θα έπρεπε να αποφάσιζε κατά πόσο υπήρχε πιθανότητα να διαφύγει ο Εφεσίβλητος, και όχι εάν οι προσωπικές του περιστάσεις μπορούσαν να μετριάσουν αυτό τον κίνδυνο φυγοδικίας, για τον οποίο κάνει αναφορά στην απόφαση του. Ο κίνδυνος/πιθανότητα φυγοδικίας, υπάρχει ή δεν υπάρχει, και δεν τίθεται θέμα μετριασμού αυτού, όπως κατέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.
Ενόψει όμως του γεγονότος ότι έχουμε αποφασίσει ότι η κράτηση του Εφεσίβλητου είναι δικαιολογημένη, επειδή υπάρχει πιθανότητα επανάληψης αδικημάτων και πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων, δεν θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε κατά πόσο υπάρχει και πιθανότητα φυγοδικίας.
Τελειώνοντας, να αναφέρουμε δύο λόγια για τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου, όπως καταγράφονται στο διάγραμμα αγόρευσης που συνέταξαν οι ευπαίδευτες συνήγοροι του, και οι οποίοι αφορούν σε δεδικασμένο και/ή κατάχρηση, επειδή στο παρελθόν είχαν καταχωριστεί εναντίον του Εφεσίβλητου ξεχωριστές ποινικές υποθέσεις με αντικείμενο αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμόν διέπραξε εις βάρος εκάστου θύματος. Δεν βλέπουμε σκοπιμότητα εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην πιο πάνω ενέργεια του, ο οποίος ασκώντας τις εξουσίες του έχει από το Σύνταγμα, ανέστειλε τις ποινικές διώξεις σε σχέση με τις προηγούμενες ποινικές υποθέσεις που είχαν καταχωριστεί εναντίον του Εφεσίβλητου, και καταχώρισε στη συνέχεια μια ποινική υπόθεση στην οποία συμπεριέλαβε όλα τα αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμόν διέπραξε ο Εφεσίβλητος εναντίον και των τριών προσώπων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τις σχετικές εισηγήσεις που είχαν γίνει και ενώπιον του. Ούτε διαπιστώνουμε να έχει επηρεαστεί οποιοδήποτε δικαίωμα του Εφεσίβλητου από τις πιο πάνω νόμιμες και θεμιτές ενέργειες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσουμε την κράτηση του Εφεσίβλητου μέχρι τις 8.7.2021.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Τι κερδίζει τελικά η Κύπρος από την παροχή ευκολιών και υποδομών στις ΗΠΑ;
• Προέβλεψαν οι Simpsons τον νικητή των αμερικάνικων εκλογών;
• Καιρός: Πού κυμαίνεται σήμερα η θερμοκρασία - Θα δούμε βροχές στο «μενού»; Δείτε αναλυτικά
• Έκλεψε κοσμήματα αξίας 15 χιλιάδων ευρώ από χρυσοχοείο στη Λάρνακα - Χειροπέδες σε 36χρονο
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις