«Δεν είμαι ικανοποιημένος με τη Boeing» είπε ο Ντόναλντ Τραμπ στους δημοσιογράφους που τον συνόδευαν μέσα στο προεδρικό αεροσκάφος (που και σήμερα είναι της Boeing). «Εξετάζουμε εναλλακτικές επειδή η Boeing καθυστερεί τις παραδόσεις», είπε, αν και απέκλεισε ρητά την περίπτωση αγοράς από την ευρωπαϊκή Airbus.
Ο κολοσσός της αεροναυπηγικής υπέγραψε το 2018 σύμβαση για να παραδώσει στον Λευκό Οίκο δύο αεροσκάφη 747-8, ειδικά σχεδιασμένα, έναντι 3,9 δισ. δολαρίων. Αρχικά, η παράδοση ήταν προγραμματισμένο να γίνει πριν από τα τέλη του 2024.
Oι τροποποιήσεις που ζητήθηκαν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, η χρεοκοπία ενός υπεργολάβου, η πανδημία της Covid-19 και τα προβλήματα ανεφοδιασμού που ακολούθησαν, άλλαξαν το χρονοδιάγραμμα. Σήμερα, το πρώτο αεροπλάνο προβλέπεται να τεθεί στην υπηρεσία των Αμερικανών προέδρων το 2027 και το δεύτερο την επόμενη χρονιά, όταν θα ολοκληρώνεται και η δεύτερη θητεία του Τραμπ.
Ο επικεφαλής της Boeing Κέλι Όρτμπεργκ είχε δηλώσει στα τέλη Ιανουαρίου ότι ο Τραμπ θέλει το αεροπλάνο «πιο σύντομα» και ότι ο ίδιος συζητά με τον στενό συνεργάτη του προέδρου, τον Έλον Μασκ, προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές για να βελτιωθεί το πρόγραμμα παράδοσης του προεδρικού αεροσκάφους (Air Force One).
Μιλώντας στους δημοσιογράφους ο Τραμπ εμφανίστηκε ανοιχτός στην ιδέα αγοράς αεροσκαφών από «άλλη χώρα», χωρίς να αναφερθεί στην ευρωπαϊκή Airbus.
Τα προεδρικά αεροσκάφη θα πρέπει να είναι εφοδιασμένα με υπερσύγχρονα συστήματα τηλεπικοινωνιών, να διαθέτουν ιατρικές εγκαταστάσεις και προηγμένο σύστημα άμυνας. Χρονοβόρες είναι και οι άδειες για το προσωπικό που θα εργαστεί πάνω στο άκρως απόρρητο πρόγραμμα.
Τα δύο αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται σήμερα, τύπου 747-200Β, χρονολογούνται από το 1990, από την προεδρία του Τζορτζ Χ. Ου. Μπους, είναι πεπαλαιωμένα και έχουν υψηλό κόστος συντήρησης.