Φόνος Τσιντάν στις φυλακές: Άκουσαν την ποινή τους οι δύο δεσμοφύλακες

Φόνος Τσιντάν στις φυλακές: Άκουσαν την ποινή τους οι δύο δεσμοφύλακες

Τριετής ποινή φυλάκισης επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, την Τετάρτη, στους δύο εκ των τριών δεσμοφυλάκων, που κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από παράλειψη για τον θάνατο του Τουρκοκύπριου κρατούμενου Τανσού Τσιντάν, στις Κεντρικές Φυλακές.

Στην προηγούμενη δικάσιμο, στις 13 Αυγούστου, το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας είχε επιφυλάξει για σήμερα την απόφασή του σε σχέση με τις ποινές για τους πέντε κατηγορούμενους στην υπόθεση φόνου του Τσιντάν.

Στον τρίτο δεσμοφύλακα, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης και απερίσκεπτης πράξης επιβλήθηκε 18μηνη ποινή φυλάκισης με τριετή αναστολή.

Στον βασικό κατηγορούμενο της υπόθεσης, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για φόνο εκ προμελέτης, αφού προέκυψε από τις μαρτυρίες ότι κατ’ εξακολούθηση και για μακρό χρονικό διάστημα χτύπησε με βάναυσο τρόπο το θύμα στις 26 και 27 Οκτωβρίου 2022, επιβλήθηκε διά βίου ποινή φυλάκισης, καθώς και ποινή φυλάκισης δύο ετών για την κατοχή και τριών ετών για τη χρήση ναρκωτικών, οι οποίες συντρέχουν.

Σε ό,τι αφορά άλλο άτομο-κατάδικο στις Κεντρικές Φυλακές που κρίθηκε ένοχος για κατοχή και προμήθεια ναρκωτικών επιβλήθηκαν ποινές ενός χρόνου φυλάκισης για το κάθε αδίκημα, οι οποίες επίσης συντρέχουν.

Σημειώνεται ότι άλλοι δύο κατηγορούμενοι στην υπόθεση, είχαν παραδεχθεί ενοχή σε κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και ήταν μάρτυρες κατηγορίας.

Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ομόφωνη, ως προς το ύψος της ποινής. Διάσταση, ωστόσο, καταγράφηκε όσον αφορά την απόφαση εκτέλεσης της ποινής των δύο δεσμοφυλάκων που καταδικάστηκαν σε τριετή ποινή φυλάκισης, με τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου, Νικόλα Γεωργιάδη, και τη Δικαστή Νάγια Οικονόμου να τάσσονται εναντίον της αναστολής. Τη στάση της διαφοροποίησε η Δικαστής Μαρία Λοΐζου, η οποία τάχθηκε υπέρ της αναστολής της ποινής.

Οι δύο δεσμοφύλακες κατηγορούνταν, επίσης, και για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης και απερίσκεπτης πράξης και για παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος, για τις οποίες το Δικαστήριο δεν επέβαλε επιπρόσθετες ποινές. Για παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος κατηγορήθηκε και ο τρίτος δεσμοφύλακας, χωρίς να επιβάλλεται, ούτε σε αυτόν, επιπρόσθετη ποινή.

Όσον αφορά τον βασικό κατηγορούμενο, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για φόνο εκ προμελέτης, το Δικαστήριο σημείωσε, στην απόφασή του, ότι η κατοχή και χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, που έλαβε χώρα εντός του σωφρονιστικού ιδρύματος, λειτούργησε ως επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας. Δεν λήφθηκε υπόψη κανένας μετριαστικός παράγοντας για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, ενώ καταγράφηκε ότι οι προσωπικές του περιστάσεις, όπως παρουσιάστηκαν από την υπεράσπισή του, ήταν ήσσονος σημασίας.

Σημειώνεται ότι ο συγκεκριμένος, κατά τον χρόνο διάπραξης του φόνου, ήταν υπόδικος και το 2023 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4,5 ετών για κατοχή πυροβόλου όπλου και 3 ετών για κατοχή εκρηκτικών υλών. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, παρόλο που οι ποινές που του επιβλήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχουν, ο κατάδικος θα εκτίσει τις ποινές διαδοχικά, σε σχέση με τις προηγούμενες καταδίκες του.

Ούτε για τον δεύτερο κατάδικο λήφθηκαν υπόψη μετριαστικά στοιχεία, υπολογίστηκαν, ωστόσο, οι προσωπικές του περιστάσεις. Ο συγκεκριμένος είχε ήδη τέσσερις προηγούμενες καταδίκες για υποθέσεις ναρκωτικών, με τη μεγαλύτερη να του επιβλήθηκε το 2022 για 12 έτη. Και σ’ αυτή την περίπτωση, οι καταδίκες του στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν, αλλά είναι διαδοχικές σε σχέση με προηγούμενες καταδίκες.

Και για τους δύο, επίσης, δεν θα ληφθεί υπόψη ο χρόνος που τελούσαν υπό κράτηση, ως προς την εκτέλεση της ποινής τους.

Όσον αφορά τους τρεις δεσμοφύλακες, το Δικαστήριο ανέφερε ότι λήφθηκε υπόψη ότι και οι τρεις είχαν λευκό ποινικό και πειθαρχικό μητρώο, καθώς και η κοινή θέση μαρτύρων κατηγορίας και προϊσταμένων τους ότι ήταν «καλοί χαρακτήρες, έμπιστοι και πολύ καλοί στη δουλειά τους», οι οποίοι παρουσιάζονταν πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν την Υπηρεσία όταν υπήρχαν κενά στη στελέχωση.

Όσον αφορά τους δύο δεσμοφύλακες που κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από παράλειψη, το Δικαστήριο συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι δεν διαπιστώθηκε να περιήλθε εις γνώση τους ότι το θύμα υφίστατο κακοποίηση. Ωστόσο, πληροφορήθηκαν, αναληθώς, ότι το θύμα είχε αυτοτραυματιστεί και δεν προέβηκαν σε μέτρα ασφαλείας για προστασία της ζωής του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταντο επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως αποκόμιση οφέλους ή συμμετοχή στη διάπραξη άλλης εγκληματικής συμπεριφοράς. Σημείωσε, ωστόσο, ότι η μη λήψη ενδεδειγμένων μέτρων, αφήνοντας το θύμα στη «φροντίδα» των συγκρατούμενων του, συνιστούσε σοβαρή αμέλεια, καθώς και απόρριψη του ρόλου τους να προστατεύσουν το θύμα, ακόμα και από τον ίδιο τον εαυτό του, όπως λανθασμένα θεωρούσαν.

Όσον αφορά τον τρίτο δεσμοφύλακα, του αποδόθηκε αποτυχία να ασκήσει τους αναγκαίους ελέγχους σε υφιστάμενούς του, επιδεικνύοντας αδιαφορία στο ενδεχόμενο να υπήρχε κρατούμενος που κινδύνευε. Σημειώθηκε, ωστόσο, ότι η υπαιτιότητά του δεν ήταν ίδια με τους άλλους δύο δεσμοφύλακες.

Και για τους τρεις, επίσης, δεσμοφύλακες, προσμετρήθηκε ως μετριαστικός παράγοντας το γεγονός ότι έχουν υποστεί εξωδικαστική τιμωρία, αφού βρίσκονται σε διαθεσιμότητα, λαμβάνοντας μειωμένο εισόδημα, ενώ βρίσκονται και υπό διαδικασία πειθαρχικής δίωξης. Το Δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη, ότι η καταδίκη τους θα οδηγήσει στον τερματισμό της σταδιοδρομίας τους, με επιπτώσεις και στα συνταξιοδοτικά τους οφελήματα.

Το Δικαστήριο κατέγραψε, επίσης, τα συστημικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν τον συγκεκριμένο χρόνο οι φυλακές. Έκανε λόγο για υπερπληθυσμό και υποστελέχωση, που επηρέαζαν την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων των δεσμοφυλάκων, ενώ διαπιστώθηκε ότι οι οδηγίες δεν εφαρμόζονταν, με την ανοχή της διεύθυνσης. Ενδεικτικά, έγινε αναφορά σε κουρτίνες στα κελιά που δεν αφαιρούνταν, στο ότι κρατούμενοι χρησιμοποιούσαν δικές τους κλειδαριές στα κελιά, το ότι οι καταμετρήσεις δεν γίνονταν σωστά, δεν υπήρχε οπτική επαφή με τους κρατούμενους, ότι παραλείπονταν ωριαίες περιπολίες και ότι κρατούμενοι δεν διανυκτέρευαν στα κελιά τους.

Παρόλα αυτά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα παραπάνω δεν διασυνδέθηκαν με την παράλειψη των δεσμοφυλάκων να λάβουν μέτρα προστασίας του θύματος και να κινήσουν τις διαδικασίες για να παραπεμφθεί το θύμα στον γιατρό.

Για τη συγκεκριμένη μέρα, το Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν έγινε κανένας έλεγχος, περιπολία ή καταμέτρηση ορθά. Δεσμοφύλακες περνούσαν έξω από το κελί του θύματος την ώρα που αυτός κακοποιούταν, χωρίς να εισέλθει κανένας σε αυτό για να διαπιστώσει τι γινόταν. Ακόμα και όταν το πρωί της επομένης δεσμοφύλακας μπήκε στο κελί, δεν υπήρξε αναφορά για τραυματισμό του θύματος. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ούτε οι δεσμοφύλακες που είχαν βάρδια πριν και μετά τους κατηγορούμενους εκτέλεσαν ορθά τους ελέγχους και τις περιπολίες και γι’ αυτό τέθηκαν κι άλλοι σε διαθεσιμότητα.

Το Δικαστήριο κατέγραψε το επιχείρημα του συνηγόρου υπεράσπισης για ίση μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους δεσμοφύλακες εναντίον των οποίων δεν προωθήθηκαν πειθαρχικές και ποινικές διώξεις, αλλά και σε σχέση με τους δύο κατηγορούμενους-συγκρατούμενους του θύματος, οι οποίοι παραδέχθηκαν ενοχή και έγιναν μάρτυρες κατηγορίας.

Όπως είπε το Δικαστήριο, από τη μαρτυρία τους διαφάνηκε ότι αυτοί οι δύο ήταν παρόντες κατά την άσκηση βίας κατά του θύματος, ενώ δέχθηκαν ότι, έστω υπό το καθεστώς απειλής, χτύπησαν κι αυτοί το θύμα και δεν απευθύνθηκαν σε δεσμοφύλακα για βοήθεια. Σημείωσε, συνεπώς, ότι η μεταχείριση των δύο αυτών κατηγορούμενων «μπορεί να δημιουργήσει αισθήματα αδικίας, δικαίως», καθώς και ότι η ποινική τους υπαιτιότητα διαφέρει ουσιωδώς και δεν εξισούται με αυτή των τριών δεσμοφυλάκων, παράμετρος που λειτούργησε καθοριστικά για τον ορισμό της ποινής των τριών.

Όσον αφορά την αναστολή ή όχι της ποινής των δεσμοφυλάκων, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δεν διαπίστωσε περιστάσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής, κάτι που, όπως σημείωσαν, θα οδηγούσε σε υποβάθμιση της σημασίας που πρέπει να αποδοθεί στη σοβαρότητα των περιστάσεων. Σημειώθηκε, ωστόσο, ότι ο χρόνος έκτισης της ποινής μειώνεται κατά τον χρόνο που ήταν σε προφυλάκιση.

Τη θέση της διαχώρισε η Δικαστής Μαρία Λοΐζου, η οποία, αφού σημείωσε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, επισήμανε την ανάγκη εξισορρόπησης για την απόδοση δικαιοσύνης. Σημείωσε, ότι οι κατηγορούμενοι ενεργούσαν εντός ενός σαθρού συστήματος που δεν αστυνομευόταν επαρκώς ότι τηρούνταν οι κανόνες. Όπως είπε, το πρόβλημα είναι συστημικό, και δεν πρέπει να πληρώσουν γι’ αυτό οι δύο δεσμοφύλακες για παραδειγματισμό.

Η περίπτωση του τρίτου δεσμοφύλακα διαφέρει, έκρινε το Δικαστήριο. Για την απόφαση αναστολής της ποινής του λήφθηκε υπόψη το λευκό μητρώο του, η ηλικία του, τα προβλήματα υγείας και η επίπτωση που θα είχε η ποινή στην επιδείνωσή της, καθώς και το γεγονός ότι οι περιστάσεις του αδικήματος ανάγονταν σε αμέλεια ελέγχου των υφιστάμενών του. Γι’ αυτό αποφασίστηκε η τριετής αναστολή της ποινής του.

ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ

Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

 

 

 

 

Πρόγραμμα SAFE: Πρόθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας η εξάντληση του €1,1 δις σε βάθος πενταετίας

Πρόγραμμα SAFE: Πρόθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας η εξάντληση του €1,1 δις σε βάθος πενταετίας

Πρόθεσή μας είναι η εξάντληση του ποσού €1,1 δισ. από το πρόγραμμα SAFE σε βάθος πενταετίας, ανέφερε ο Υπουργός Άμυνας, Βασίλης Πάλμας, σε δηλώσεις του την Τετάρτη μετά το τέλος της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου.