Οι σταθμοί μοιάζουν να έχουν ξεχάσει τι σημαίνει κυπριακή τηλεόραση. Δεν επενδύουν στους ανθρώπους που έχουν στο δυναμικό τους, προτιμούν να αγοράζουν “έτοιμα προϊόντα” από την Ελλάδα, με θεματολογία που δεν αγγίζει τον Κύπριο τηλεθεατή.
Το αποτέλεσμα; Εκπομπές με χαμηλές πτήσεις και μηδενικό ενδιαφέρον.
Γιατί να δει ο Κύπριος την Τατιάνα Στεφανίδου (που κόπηκε) ή τον Κώστα Τσουρό;
Ούτε οι παρουσιαστές, ούτε τα θέματα αφορούν το κοινό της Κύπρου.
Η ψυχαγωγία παραπαίει, με μοναδικές σταθερές τη Χριστιάνα Αριστοτέλους, τον Λούη Πατσαλίδη, το δίδυμο Δαμιανού- Δημητρόπουλου, τον Μιχάλη Σοφοκλέους, και κάποιους άλλους, που κρατούν ακόμη ζωντανή μια κάποτε πλούσια σκηνή.
Από εκεί και πέρα, σειρές προς εξαφάνιση και εκπομπές χωρίς έμπνευση.
Ακόμη και το χιούμορ δείχνει να έχει ξεμείνει στη δεκαετία του 2000, με στημένες φάρσες που προσπαθούν να πείσουν ότι ο “επώνυμος” δεν γνωρίζει τον αριθμό που τον καλεί. Αναπαραγωγή ανούσιων ειδήσεων, συνεντεύξεις με τα ίδια πρόσωπα, παιχνίδια και πολλά άλλα.
Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές των μεγάλων τηλεοπτικών σόου — από το Dansing και το Star Κύπρος μέχρι τα τηλεπαιχνίδια που κάποτε σημείωναν ρεκόρ τηλεθέασης. Το κοινό δείχνει πια να γυρίζει την πλάτη στην παραδοσιακή τηλεόραση, αφήνοντας τους ιθύνοντες να αναζητούν εναγωνίως τον λόγο της αποξένωσης.
Η έμπνευση χάθηκε, η φρεσκάδα εξαφανίστηκε, και το αποτέλεσμα είναι μια τηλεόραση που απλώς “γεμίζει” πρόγραμμα χωρίς ταυτότητα, χωρίς τόλμη, χωρίς ψυχή.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί και η πραγματικότητα εκείνων που προσπαθούν ακόμη να υπηρετήσουν την ψυχαγωγία: με ελάχιστους πόρους, μικρά – σχεδόν λιλιπούτεια – στούντιο και επικεφαλής που ανέλαβαν στην πτώση της τηλεόρασης με μικρές προσδοκίες.
Μοναδική εξαίρεση που σώζει την παρτίδα είναι η ενημέρωση
Τα δελτία ειδήσεων και οι ενημερωτικές εκπομπές συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη, όχι μόνο για την ενημέρωση του κοινού, αλλά και για να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια του σταθμού που εκπροσωπούν. Εκεί τουλάχιστον, υπάρχει επαγγελματισμός, προσπάθεια και μια δόση αξιοπιστίας που θυμίζει ότι κάποτε η τηλεόραση στην Κύπρο είχε κύρος.
Κι αν κάτι πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα:
Ο ρόλος του διευθυντή προγράμματος δεν είναι να γεμίζει τρύπες στο πρόγραμμα, αλλά να δημιουργεί περιεχόμενο. Να επιλέγει με όραμα τι θα παίξει πού, να ρισκάρει, να καινοτομεί και να κρίνεται –όπως όλοι– από το αποτέλεσμα και την αποδοχή του κόσμου.
Μέχρι να συμβεί αυτό, η κυπριακή τηλεόραση θα συνεχίσει να μοιάζει περισσότερο με δορυφόρο της Αθήνας, παρά με αυτόνομη δημιουργική δύναμη.
Κι αυτό, για μια χώρα με τόσο ταλέντο, είναι τουλάχιστον λυπηρό.