Το Eurogroup της Δευτέρας θα σημάνει τη λήξη του κυπριακού μνημονίου, ωστόσο οι προκλήσεις για την οικονομία παραμένουν.
Επιμέλεια: Ματίνα Ζησιάδου
Πραγματοποιείται σήμερα, Δευτέρα (7/3), στις Βρυξέλλες, η συνεδρίαση του Eurogroup, το οποίο θα σηματοδοτήσει την έξοδο της Κύπρου από το τριετές πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, που λήγει επίσημα στις 31 Μαρτίου.
Η Κύπρος γίνεται η τέταρτη χώρα που θα εξέλθει του προγράμματος στήριξης, ύστερα από την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Ωστόσο, η έξοδος είναι «βρώμικη» σύμφωνα με την αργκό των Βρυξελλών (dirty exit), αφού αφέθηκε μια αξιολόγηση ανολοκλήρωτη, λόγω της μη συμμόρφωσης με το τελευταίο προαπαιτούμενο που ήταν η έγκριση της νομοθεσίας για την ίδρυση της κρατικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών ιδιωτικού δικαίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας αποκρατικοποίησης της Cyta. Το ίδιο έπραξε και η Πορτογαλία το 2014, η οποία εξήλθε του μνημονίου αφήνοντας πίσω μία δόση.
Η διάψευση των δυσοίωνων προβλέψεων
Στα τρία χρόνια υλοποίησης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η Κύπρος κατάφερε να διαψεύσει τις αρχικές, καταστροφικές προβλέψεις των δανειστών, αλλά και τις εν συνεχεία βελτιωμένες εκτιμήσεις, ξεπερνώντας τρίμηνο με τρίμηνο τους δημοσιονομικούς στόχους. Οι δανειστές προέβλεπαν στην αρχική ανάλυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους ότι η κυπριακή οικονομία θα... καταποντιζόταν με μια συρρίκνωση του ΑΕΠ που πλησίαζε το 13% του ΑΕΠ στα πρώτα δύο χρόνια. Ωστόσο, η οικονομία αποδείχθηκε πολύ πιο ανθεκτική περιορίζοντας τις απώλειες σχεδόν στο μισό.
Οι τομείς που έσωσαν την κατάσταση ήταν η ιδιωτική κατανάλωση (αρχική πρόβλεψη -13% το 2013), η οποία δεν εξαφανίστηκε, ο τουρισμός και ο κλάδος των επαγγελματικών υπηρεσιών, ο οποίος διέψευσε τις εικασίες για μαζική έξοδο ξένων εταιρειών.
Η καλύτερη απόδοση της οικονομίας, σε συνδυασμό με το αυστηρό πρόγραμμα περικοπών των δημοσίων δαπανών, που υλοποίησε το Υπουργείο Οικονομικών, είχαν ως αποτέλεσμα την πρώτη πανηγυρική διάψευση των προβλέψεων, που αφορούσαν το πρωτογενές ισοζύγιο (το ισοζύγιο εξαιρουμένων των δαπανών για εξυπηρέτηση του χρέους), αφού αντί ελλείμματος το ισοζύγιο γύρισε πλεονασματικό από το 2013, δύο χρόνια νωρίτερα απ` ότι προβλεπόταν, παραμένοντας στο θετικό πρόσημο καθ` όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Το ίδιο συνέβη και στο δημοσιονομικό ισοζύγιο, με την Κύπρο στην ουσία να εξέρχεται της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (διορθωτική πρόνοια του Συμφώνου Σταθερότητας όταν το έλλειμμα ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ) από το 2014.
Η θεαματικά καλύτερη εικόνα των δημοσίων οικονομικών, είχε ως αποτέλεσμα η Κύπρος να μην αντλήσει όλα τα χρήματα του χρηματοδοτικού φακέλου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, απορροφώντας τελικά €7, 25 δισεκατομμύρια από τα συνολικά €10 δισ που προέβλεπε ο χρηματοδοτικός φάκελος. Αυτό οδήγησε σε άλλη μια διάψευση, αυτήν της πορείας του δημοσίου χρέους. Αρχικά οι δανειστές προέβλεπαν ότι το δημόσιο χρέος θα κορυφωθεί το 2015 στο 126% του ΑΕΠ και θα υποχωρούσε κοντά, αλλά πάνω του 100% το 2020. Η Κύπρος βγαίνει από το μνημόνιο με το χρέος να αντιστοιχεί γύρω στο 106% του ΑΕΠ, 20 ολόκληρες μονάδες από την πρόβλεψη του 2013, με την τροχιά να είναι καθοδική.
Μάλιστα, αν εξαιρεθούν τα ρευστά διαθέσιμα που συσσωρεύει το ΥΠΟΙΚ για την μεταμνημονιακή εποχή τότε το δημόσιο χρέος ήδη βρίσκεται κάτω του 100% του ΑΕΠ. Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ, το δημόσιο χρέος θα υποχωρήσει στο 91% του ΑΕΠ το 2020 (χωρίς ιδιωτικοποιήσεις και χωρίς ανταλλαγή χρέους με περιουσιακά στοιχεία με την ΚΤΚ). Στη βελτιωμένη αναλογία δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ βοήθησε και η αναθεώρηση των Εθνικών Λογαριασμών όλων των κρατών της ΕΕ από την Eurostat το 2014, που έσπρωξε ανοδικά το κυπριακό ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς.
Η αιματηρή συνεισφορά
Όπως ισχύει σε όλα τα μνημόνια, οι χώρες που δέχονται οικονομική βοήθεια πρέπει να έχουν τη δική τους συνεισφορά στη διάσωση. Ωστόσο, στην περίπτωση της Κύπρου η συνεισφορά υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή, με τα νούμερα να ισοδυναμούν ή ακόμα, αναλόγως της οπτικής γωνιάς που το βλέπει κανείς, να υπερβαίνουν τα χρήματα που μας έδωσαν οι δανειστές. Το 2012 όταν η Κύπρος ζήτησε επίσημα οικονομική στήριξη (Ιούνιος 2012), το δημόσιο χρέος υπερέβαινε στο 80% του ΑΕΠ, κάτι που αμέσως έφερε στο τραπέζι το θέμα βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 125% (με βάση το όριο που θέτει το ΔΝΤ). Γιατί το ΔΝΤ και ο ΕΜΣ να δώσει 17,5 δισ (€10 δισ για τράπεζες και €7,5 δισ για δημοσιονομικά, με βάση την εκτίμηση του 2012) για να σωθεί ο υπερμεγέθης τραπεζικός και αφερέγγυος τομέας, ήταν η επίμονη θέση των δανειστών.
Έτσι επιβλήθηκε το πρωτοφανές κούρεμα καταθέσεων ως μέτρο για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, ή όπως ονομάστηκε, διάσωση με ίδια μέσα (bail-in), σε αντίθεση με το κλασσικό bail-out, που στην ουσία αποτελεί τη διάσωση των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων. Μετά την διαγραφή των υφιστάμενων μετόχων και την μετατροπή των αξιογράφων σε μετοχές, υλοποιήθηκε το κούρεμα καταθέσεων άνω των €100.000 για την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας Κύπρου, ενώ η Λαϊκή Τράπεζα οδηγήθηκε σε κλείσιμο, εξανεμίζοντας τις καταθέσεις πέραν των €100.000, με τις τελευταίες να μεταφέρονται στην Τράπεζα Κύπρου. Αποτέλεσμα, με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ, να χαθούν εν μια νυκτί €9.4 δισ. Αν κάποιος προσθέσει τα €10 δισ που μας έδωσαν αρχικά οι δανειστές το πιο πάνω νούμερο, τότε ο λογαριασμός ανεβαίνει στα €19,4 δισ.
Το «ξερίζωμα»
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτό. Πριν υλοποιηθεί το κούρεμα, οι δανειστές απαίτησαν ως προϋπόθεση της παροχής οικονομικής στήριξης, όπως «ξεριζωθούν» (carve out) οι εργασίες των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Ο στόχος ήταν διττός, πρώτον να περιοριστεί η συστημικότητα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, αλλά ταυτόχρονα το μέγεθος του τραπεζικού τομέα να περιοριστεί δραστικά. Έτσι, με βάση τα στοιχεία που έδωσε ο τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκος Δημητριάδης στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, οι κυπριακές τράπεζες στην ουσία χάρισαν περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους €16,4 δισ και καταθέσεις περίπου €15 δισ έναντι τιμήματος μόλις €0,5 δισ. Μάλιστα τα δάνεια που δόθηκαν λάμβαναν υπόψη ζημιές ύψους €2,8 δισ, με βάση το ακραίο σενάριο στο πλαίσιο του διαγνωστικού ελέγχου που έγινε από την Pimco το 2012. Σύμφωνα με τα στοιχεία των δανειστών, το μέγεθος του τραπεζικού συστήματος συρρικνώθηκε βίαια από 550% του ΑΕΠ σε 350%.
Ωστόσο, παρά την εκτόξευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία ανέρχονταν τον Νοέμβριο του 2015 στα €27,4 δισ, οι περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων έγινε κατορθωτό να αρθούν εξολοκλήρου το 2015, παρά την επιφυλακτικότητα των δανειστών, χωρίς να υπάρξει φυγή καταθέσεων. Τρία χρόνια μετά την κατάρρευση του 2013, το τραπεζικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό. Νέοι μέτοχοι, νέες πρακτικές διακυβέρνησης και διαχείρισης ρίσκου, έδωσαν τη θέση τους στον υπερδανεισμό της περιόδου της φούσκας των ακινήτων. Παράλληλα, οι τρεις πλέον τράπεζες κατάφεραν να αυξήσουν τις προβλέψεις έναντι των ΜΕΔ στο 50%, απορροφώντας τη ζημιά στα κεφάλαιά τους χωρίς να χρειαστεί να αντλήσουν κεφάλαια, με εξαίρεση τον Συνεργατισμό, για τον οποίο το κράτος έδωσε άλλη μια κρατική ενίσχυση των €175 εκατομμυρίων, ανεβάζοντας τη συνολική κρατική στήριξη στο €1,75 δισ.
Παραμένουμε υπό επιτήρηση
Με βάση τους νέους κανόνες της Ευρωζώνης, η Κύπρος θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό την επιτήρηση των δανειστών, κλιμάκια των οποίων θα επισκέπτονται την Κύπρο δύο φορές το χρόνο μέχρι να εξοφληθεί το 75% του οικονομικής στήριξης. Εξάλλου, με βάση τις προβλέψεις του μνημονίου, η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ το 2016, 3% το 2017 και μεταξύ 3 και 4% του ΑΕΠ το 2018, αναλόγως της δυναμικής του δημοσίου χρέους. Η απαίτηση τήρησης ψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, λένε οι δανειστές, θα θέσει το δημόσιο χρέος σε βιώσιμη τροχιά, αφού τηρώντας πρωτογενές πλεόνασμα δεν κάνεις καινούργιο χρέος. Πρόκληση αποτελεί και η διαχείριση του δημοσίου χρέους, με το Υπουργείο Οικονομικών να έχει ήδη πραγματοποιήσει βήματα στο προφίλ λήξεων του χρέους. Ωστόσο, από το 2019 αρχίζουν αρχίζουν οι μεγάλες αποπληρωμές χρέους.
Παρά την αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές, η Κύπρος είναι εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αφού δεν βρίσκεται ακόμη στην επενδυτική βαθμίδα. Το 2016 το ΥΠΟΙΚ σκοπεύει σε μία έξοδο, η οποία θα χρησιμοποιηθεί για ενίσχυση των ρευστών διαθεσίμων και ανταλλαγή χρέους που λήγει την περίοδο 2019-2022. Το στοίχημα είναι η επίτευξη της επενδυτικής κατηγορίας η οποία θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων και κατά συνέπεια φθηνότερο δανεισμό. Παράλληλα, η ανεργία, μια από τις πιο δραματικές πτυχές της οικονομικής κρίσης κορυφώθηκε στο 16,9% τον Οκτώβριο του 2013, για να ακολουθήσει μια σταδιακή πτωτική πορεία μέχρι και το 15,3% (εποχικά διορθωμένα στοιχεία Eurostat), τον Ιανουάριο του 2016. Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις των δανειστών, η ανεργία θα υποχωρήσει στο 14,5% το 2016 και θα περιοριστεί σε μονοψήφια στοιχεία το 2020 (9,6%).
Συνεπώς, η αναφορά του Υπουργού Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη, ύστερα από συνάντηση με τον Αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, την περασμένη Παρασκευή, πως «η έξοδος από το μνημόνιο δεν είναι το τέλος του δρόμου, αλλά μια νέα αρχή», δεν είναι καθόλου τυχαία.
ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Βέφα Αλεξιάδου: Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η αγαπημένη μαγείρισσα
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις