Το πεδίο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας καλείται να διευκρινίσει το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του επί της αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας στον «Περί της Ρύθμισης Θεμάτων Αποκρατικοποίησης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016» που ψήφισε η Ολομέλεια της προηγούμενης Βουλής.
Με την παρούσα αναφορά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αιτείται γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το κατά πόσον ο εν λόγω νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με άρθρα του συντάγματος της Δημοκρατίας και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
Κατά τη σημερινή διαδικασία ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι παρ’ όλο ότι στις 20/1/2017 εκδόθηκε διάταγμα από το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο προβλέπει την κατάργηση του διατάγματος ημερομηνίας 28/3/2014, σύμφωνα με το οποίο η ΑΤΗΚ κηρυσσόταν ως φορέας υποκείμενος σε αποκρατικοποίηση, η παρούσα αναφορά δεν απώλεσε το αντικείμενο της.
Να σημειωθεί ότι πριν από τη ψήφιση του υπό αναφορά νόμου από τη Βουλή, είχε εκδοθεί και πάλι διάταγμα από το Υπουργικό Συμβούλιο ημερομηνίας 22/1/2016 που αφορούσε αυτή τη φορά την ΑΗΚ, σύμφωνα με το οποίο η ΑΗΚ δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του υφιστάμενου νόμου.
Από την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας, η δικηγόρος της Δημοκρατίας Ειρήνη Νεοφύτου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, εξέφρασε τη θέση ότι ο υπό αναφορά νόμος παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και πως η Βουλή επεμβαίνει στη σφαίρα εξουσίας της εκτελεστικής εξουσίας με τη ψήφιση νόμων.
Εξέφρασε επίσης τη θέση ότι η παρούσα αναφορά δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου «γιατί η ψήφιση της αναστολής της εφαρμογής των διατάξεων στους δύο ημικρατικούς οργανισμούς από τη νομοθετική εξουσία, αποστερεί από την εκτελεστική εξουσία την αρμοδιότητα την οποία έχει βάσει του υφιστάμενου νόμου και των διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί, όπως αποφασίσει και καθορίσει όποτε αυτή κρίνει σκόπιμο και εφαρμόζοντας τις διαδικασίες που ορίζονται στον υφιστάμενο νόμο, τη μέθοδο, έκταση και διαδικασία της αποκρατικοποίησης οποιουδήποτε δημόσιου οργανισμού.
Η κα. Νεοφύτου είπε ότι με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστήριο επί της συγκεκριμένης αναφοράς «θα διευκρινιστεί το πεδίο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας».
Σημείωσε επίσης ότι «η υπό εξέταση περίπτωση είναι μια χαρακτηριστική άσκηση διοίκησης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, επειδή η Βουλή, ως νομοθετική εξουσία, με τη ψήφιση του υπό αναφορά Νόμου, άσκησε εκτελεστική εξουσία, εφόσον αποφάσισε, χωρίς να έχει εκφραστεί τέτοια πρόθεση από την εκτελεστική εξουσία, η οποία καθηκόντως βάσει των σχετικών συνταγματικών διατάξεων ασκεί πολιτική, όπως αναστείλει την εφαρμογή του υφιστάμενου του υφιστάμενου νόμου στην ΑΤΗΚ και στην ΑΗΚ».
Επομένως, πρόσθεσε, «η ενέργεια αυτή της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν αποτελεί απλώς μια γενική και απρόσωπη εξουσία της Βουλής ως προς τη ψήφιση νόμων, αλλά άσκηση διοικήσεως, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας».
Ανέφερε ακόμη ότι «δεν είναι δυνατό η Βουλή των Αντιπροσώπων να αποφασίζει ως προς τη διεύθυνση των δύο ημικρατικών οργανισμών, ορίζοντας πότε και εάν θα αποκρατικοποιηθούν. Η νομοθετική εξουσία της Βουλής περιορίζεται στην καθιέρωση γενικού νομοθετικού πλαισίου και των αρχών εντός των οποίων θα δράσει η εκτελεστική εξουσία».
Καταλήγοντας, ανέφερε ότι «εάν αυτή η επέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας κριθεί ως συνταγματική, τότε θα οδηγηθούμε στο παράδοξο αποτέλεσμα, να ψηφίζονται γενικοί νόμοι με τους οποίους η Βουλή θα ρυθμίζει συγκεκριμένες και ατομικές περιπτώσεις, οι οποίες προϋποθέτουν διαβούλευση, ειδικές γνώσεις και άσκηση διοικητικής λειτουργίας. Η ρύθμιση των θεμάτων αυτών, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας».
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος της Βουλής Πόλυς Πολυβίου είπε ότι η θεωρία της διάκρισης των εξουσιών δεν είναι μια μαθηματική θεωρία ή αξίωμα ούτε είναι ένα απλοποιημένο σύστημα στο οποίο όλα εφαρμόζονται με τάξη και χωρίς δυσκολίες και στο οποίο δεν υπάρχει προστριβή(friction).
Είπε ότι το γεγονός ότι υπάρχει ένταση είναι και αναπόφευκτο και καλό «γιατί στο τέλος της ημέρας αυτό που θέλουμε δεν είναι να μας διοικεί μόνο ένας, είτε λέγεται εκτελεστική, είτε νομοθετική ή ακόμα και δικαστική εξουσία. Υπάρχει μια διάκριση εξουσιών που η μια εξουσία ελέγχει την άλλη όπως είναι ακριβώς η παρούσα περίπτωση».
Είπε ότι η Βουλή μπορεί να καθορίσει όχι μόνο το περιεχόμενο του νόμου αλλά και την περίοδο ισχύος του νόμου που θεσπίζει, προσθέτοντας ότι η Βουλή έκρινε ότι ο νόμος θα έπρεπε να ανασταλεί γι’ αυτούς τους δυο ημικρατικούς οργανισμούς μέχρι το τέλος του 2017.
Είπε ακόμη ότι η Βουλή μπορεί, με βάση το σύνταγμα, να νομοθετεί για κάθε θέμα και πως εκτός από το να ψηφίζει μπορεί και να καταργεί νόμους.
Είπε ότι με τον υπό αναφορά νόμο η Βουλή δεν ήρθε να αναλάβει η ίδια τη διεκπεραίωση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων αλλά να αναστείλει το νόμο και όχι τα διατάγματα για προσωρινό διάστημα «κάτι που είναι απόλυτα θεμιτό», όπως είπε. Είπε , τέλος, ότι η Βουλή θέσπισε το νόμο και διατηρεί εξουσία επί του νόμου.
Αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, το Ανώτατο Δικαστήριο επιφύλαξε την έκδοση της απόφασης σε κατοπινό στάδιο.
Μέχρι σήμερα έχουν εκδικαστεί οι έντεκα (συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής) από τις συνολικά 16 αναφορές. Πρόκειται για τις αναφορές που αφορούν τον περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016, τον περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016, τον περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016, τον περί Αστυνομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2016, τον περί του Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016, τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016, τον περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμο του 2016, τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016, τον περί Ποινικού Κώδικα (Αρ. 3) Νόμο του 2016 και τον περί της Ρύθμισης Θεμάτων Αποκρατικοποίησης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016.
Απομένει η εκδίκαση άλλων πέντε αναφορών που αφορούν συγκεκριμένα τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμο του 2016, τον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμο του 2016, τον περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) (Τροποποιητικός) Νόμο του 2016, τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικός) Νόμο του 2016 και τον περί της Ρύθμισης Αναδιαρθρώσεων Πιστωτικών Διευκολύνσεων Νόμο του 2016.
Το Ανώτατο έχει μέχρι σήμερα εκδώσει απόφαση μόνο σε μια αναφορά που αφορά τον περί Ποινικού Κώδικα (Αρ. 3) Νόμο του 2016.Συγκεκριμένα, το Ανώτατο έκρινε τον υπό αναφορά Νόμο που ψήφισε η προηγούμενη Βουλή με σκοπό την προστασία από την τοκογλυφία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε φοιτητικά δάνεια μέχρι €50,000 και οικιστικά δάνεια μέχρι €350,000 ως αντισυνταγματικό και άκυρο, δικαιώνοντας ουσιαστικά την πλευρά του Πρόεδρου της Δημοκρατίας.
ΑΠΟ ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Αντίστροφη μέτρηση για το e-kalathi: Πότε θα λειτουργήσει σε δοκιμαστική μορφή
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις