Δικαιοσύνη για την απώλεια χρήσης της ακίνητης περιουσίας του στην κατεχόμενη περιοχή Αμμοχώστου λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, ζητά εδώ και δέκα χρόνια από τα κυπριακά δικαστήρια ζεύγος ε/κ προσφύγων, το οποίο εγείρει επίσης θέμα άνισης κατανομής των βαρών που προέκυψαν από την εισβολή του 1974.
Πρόκειται για το ζεύγος Θωμά και Ελένη Καούλλα το οποίο το 2007 κίνησε αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, ζητώντας αποζημιώσεις ύψους €9.964.594, λόγω του ότι «ουδέποτε διαμοίρασε το δημόσιο βάρος» από την εισβολή και κατοχή και «ουδέποτε αποζημίωσε ή συνείσφερε στους ενάγοντες για τα απωλεσθέντα εισοδήματα τους, ενώ εκ του αντιθέτου, εισέπραττε μόνο φορολογίες και τέλη από τους εκτοπισθέντες κατά παράβαση της αρχής της ισότητας».
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου με απόφαση του το 2012 απέρριψε την αγωγή, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι «εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Για την ακρίβεια το δικόγραφο των εναγόντων δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα…».
Το ζεύγος καταχώρησε, μέσα στον ίδιο χρόνο, στο Ανώτατο Δικαστήριο έφεση κατά της απόφασης, την οποία απέσυρε το 2017 και πριν από την έναρξη της διαδικασίας ακρόασης της «λόγω της μακράς καθυστέρησης» εκδίκασης της.
Ακολούθως, μέσω του δικηγόρο του, καταχώρησε αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, ζητώντας απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι «υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος των εναγόντων σε διάγνωση των αστικών τους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εντός εύλογου χρόνου».
Συγκεκριμένα, το ζεύγος με την αγωγή αυτή, την οποία εξασφάλισε το ΚΥΠΕ, ισχυρίζεται ότι υπήρξε καθυστέρηση της εκδίκασης της έφεσης κατά πέντε χρόνια από την ημέρα καταχώρησης της στις 7/2/2012 μέχρι τις 18/1/2017 που είχε οριστεί για ακρόαση.
«Η καθυστέρηση στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων των εναγόντων είναι καταλογιστέα στις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας, και εν προκειμένω στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας στα πλαίσια της πολιτικής του δικαιοδοσίας για εκδίκαση της εφέσεως των εναγόντων», σημειώνεται στην αγωγή.
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι «η καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης τους ήταν αδικαιολόγητη διότι η υπόθεση τους ήταν απλή…» και πως «η καθυστέρηση 5 ετών αποκλειστικά για τον ορισμό ακρόασης της έφεσης από την ημερομηνία καταχώρησης της, ξεπερνά τα όρια του εύλογου χρόνου και αποτελεί αδικαιολόγητη και ανεξήγητη καθυστέρηση…».
Ο Γενικός Εισαγγελέας ήγειρε προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι από τη στιγμή που ο δικηγόρος του ζεύγους απέσυρε την έφεση «κωλύεται να ισχυριστεί παραβίαση των δικαιωμάτων των εναγόντων στη βάση της κείμενης νομοθεσίας και ειδικότερα του άρθρου 5 του περί αποτελεσματικών θεραπειών για παραβίαση του δικαιώματος σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο Νόμο», ζητώντας την απόρριψη της αγωγής.
Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο «στα πλαίσια της εξέτασης της έφεσης των εναγόντων είχε να αντιμετωπίσει ενδιάμεσες διαδικασίες και τούτο συνέτεινε στην μη εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης ενωρίτερα» και πως με την απόσυρση της έφεσης «η υπόθεση δεν δικάστηκε και ως εκ τούτου εκφεύγει των προνοιών της νομοθεσίας».
Αναφέρει, επίσης, ότι «ναι μεν ορθά ενάγεται ο Γενικός Εισαγγελέας υπό την ιδιότητα του ως ο κατά νόμο υπεύθυνος για πράξεις ή παραλείψεις εκπροσώπων ή αντιπροσώπων της Δημοκρατίας, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της νομοθεσίας λόγω αποποίησης δικαιώματος των εναγόντων».
Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αποδέχεται τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς ότι «η όποια καθυστέρηση προκάλεσε δυσμενή επηρεασμό ή οδήγησε σε αδυναμία διάγνωσης των δικαιωμάτων των εναγόντων, καθότι τα κατ’ ισχυρισμό δικαιώματα τους διαγνώσθηκαν σε πρώτο βαθμό και αν υπήρχε παράπονο για εκείνο τον δικαιοδοτικό βαθμό όφειλε να προσβάλει την πρωτοβάθμια διαδικασία. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι προσβάλει μόνο την κατ΄έφεση διαδικασία την οποία απέσυρε, θεωρώ ότι δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα πλέον».
Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία, το τριμελές Εφετείο ενώπιον του οποίου βρίσκεται η αγωγή, ξεκαθάρισε προς την πλευρά των εναγόντων ότι αγωγή για καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να εγερθεί «σε υπόθεση που περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση».
Το Δικαστήριο κάλεσε το δικηγόρο των εναγόντων να απαντήσει κατά πόσο «βρισκόμαστε ενώπιον τελεσίδικης δικαστικής απόφασης δεδομένης της απόσυρσης της έφεσης».
Ο δικηγόρος του ζεύγους ζήτησε περαιτέρω χρόνο προκειμένου να υποβάλει γραπτώς την απάντηση του. Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα δεν έφερε ένσταση στο αίτημα αυτό το οποίο και ικανοποιήθηκε από το Δικαστήριο, ορίζοντας την υπόθεση για ακρόαση στις 31 Μαΐου στις 11.30 το πρωί.
ΑΠΟ ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Θλίψη στο κυπριακό ποδόσφαιρο - «Έφυγε» ο Σάμπουριτς
• Ντύθηκε στα «άσπρα» το Τρόοδος: Επί ποδός η Αστυνομία για την ασφάλεια των οδηγών - Δείτε βίντεο
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις