Δέκα χρόνια φυλάκισης επέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο στον καταδικασθέντα για την ανθρωποκτονία του Ανδρέα Στυλιανού το 2016, του οποίου η πρωτόδικη καταδίκη για ισόβια παραμερίστηκε, στο πλαίσιο έφεσης τον Φεβρουάριο.
Στην απόφαση του Ανωτάτου ημερομηνίας 15 Απριλίου, αναφέρεται ότι ο εφεσείων στις 7.12.2016 επέφερε τον θάνατο του Ανδρέα Στυλιανού (Αμερικάνου) τέως από τη Λεμεσό με παράνομη πράξη, διαπράττοντας το κακούργημα της ανθρωποκτονίας για το οποίο προβλέπεται ως ανώτατο όριο ποινής η ποινή φυλάκισης δια βίου.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα είχε καλέσει στο πλαίσιο της έφεσης το Ανώτατο να επιβάλει ποινή «λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτός είχε ενεργήσει εν βρασμώ ψυχικής ορμής και κάτω από έντονο φόβο και υπό έντονη συναισθηματική φόρτιση, αισθανόμενος απειλή για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειας του».
Ο εφεσείων, αναφέρεται, «δεχόταν για ώρες διαδοχικές και συνεχόμενες προκλήσεις και απειλές από το θύμα, με αποκορύφωμα τους πυροβολισμούς προς το σπίτι του. Τότε, σε μια στιγμιαία αντίδραση και με απώλεια αυτοελέγχου διέπραξε το έγκλημα με τραγική κατάληξη».
«Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας κάλεσε να δώσουμε τη δέουσα σημασία στις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις, χωρίς βεβαίως να αμφισβητεί την ιδιαίτερη σοβαρότητα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας. Εισηγήθηκε δε, πως τα γεγονότα δεν στοιχειοθετούν μια αποκρουστική περίπτωση ανθρωποκτονίας, ούτε περίπτωση που βρίσκεται στο μεταίχμιο ανθρωποκτονίας και φόνου, αλλά αποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη περίπτωση όπου συντρέχουν όλοι οι νομολογιακά αναγνωρισμένοι μετριαστικοί παράγοντες και ταυτόχρονα απουσιάζουν όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες», προστίθεται.
«Ως μετριαστικούς παράγοντες ανέφερε το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, την παραδοχή του, όπως το έθεσε, στο στάδιο της έφεσης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, την ειλικρινή μεταμέλεια και απολογία του, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, την καλή διαγωγή του στις Κεντρικές Φυλακές, τις ιδιαίτερες, ως άνω, περιστάσεις της υπόθεσης και ειδικά τη συσσωρευμένη πρόκληση εκ μέρους του θύματος με αποκορύφωμα τους πυροβολισμούς και την απώλεια της ψυχραιμίας του εφεσείοντα, την απουσία κατοχής και χρήσης επιθετικού οργάνου, την απουσία συγχρονισμένης ενέργειας ομάδας ανθρώπων και το γεγονός ότι δεν τέθηκαν σε κίνδυνο ανυποψίαστοι πολίτες», συμπληρώνεται.
«Εν προκειμένω δεν μπορεί να παραγνωριστεί η διαπίστωση ότι ο εφεσείων είχε ενεργήσει υπό τις προαναφερθείσες ιδιαίτερες περιστάσεις, δηλαδή υπό το κράτος φόβου, συναισθηματικής φόρτισης και πρόκλησης, χωρίς προσχεδιασμό, χωρίς ψυχραιμία, αλλά αισθανόμενος απειλή για τον ίδιο και την οικογένεια του», αποφαίνεται το Ανώτατο στην απόφασή του.
Μάλιστα, αναφέρεται, «σύμφωνα με τη μαρτυρία, προσπάθησε να μιλήσει με το θύμα ώστε να κατευνάσει τα πνεύματα».
«Σε ό,τι όμως αφορά την παραδοχή της ανθρωποκτονίας στο στάδιο πλέον της έφεσης, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στο στάδιο εκείνο δηλώθηκε πλέον ότι ο εφεσείων δέχθηκε ότι τέλεσε την παράνομη πράξη, δηλαδή ανέκοψε με το αυτοκίνητο του την πορεία του θύματος, κάτι που έντονα είχε αμφισβητηθεί πρωτοδίκως, προκαλώντας αχρείαστη, όπως αποδείχθηκε τελικά, επιμήκυνση της διαδικασίας», συνεχίζει.
Συνεπώς, αναφέρει, «δεν επρόκειτο για εξαρχής παραδοχή στην οποία μπορεί να προσδοθεί η ανάλογη σημασία ως έκφραση πηγαίας και ειλικρινούς μεταμέλειας».
Το Ανώτατο αναγνώρισε τους μετριαστικούς παράγοντες, σημειώνοντας ότι «δεν μπορεί όμως από την άλλη, να παραβλεφθεί ότι ο εφεσείων έχοντας επίγνωση της οργής του θύματος και του γεγονότος ότι το θύμα κατευθυνόταν προς την οικία του για να υλοποιήσει τις απειλές του, μέσα σε εκείνο το ιδιαίτερα τεταμένο, εκρηκτικό κλίμα των μεταξύ τους καυγάδων, ύβρεων και απειλών που διαρκούσαν για ώρες, επέλεξε να περιφέρεται στην περιοχή και να αναζητά το θύμα, αποδεχόμενος έτσι και αναλαμβάνοντας κάθε εύλογα πιθανό κίνδυνο για το οποιοδήποτε συμβάν θα μπορούσε να επέλθει υπό την εκρηκτική αυτή κατάσταση».
«Δεν κατέφυγε στο νόμο για να ζητήσει προστασία, ούτε προσπάθησε να διαφύγει μέχρι να εξομαλυνθεί η κατάσταση, αλλά επέλεξε, είναι φανερό, να επιλύσει τις διαφορές τους με το θύμα με τον δικό τους κώδικα, έξω από τα πλαίσια και την προστασία του νόμου», αναφέρεται στην απόφαση.
Το αποτέλεσμα, προστίθεται, «ήταν τραγικό και η ευθύνη του εφεσείοντα, παρά τις ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες διέπραξε το έγκλημα, παραμένει σοβαρή».
«Συνεκτιμώντας όλες τις περιστάσεις επιβάλλουμε ποινή φυλάκισης 10 χρόνων στην οποία να περιλαμβάνεται η περίοδος που ο εφεσείων εξέτισε μέχρι σήμερα ως ποινή φυλάκισης στην παρούσα υπόθεση», καταλήγει το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Βρήκαν κρυμμένο 25χρονο σε υποστατικό που μπήκε για να το κλέψει - Τον πρόδωσε ο συναγερμός
• Αντίστροφη μέτρηση για το e-kalathi: Πότε θα λειτουργήσει σε δοκιμαστική μορφή
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις