Μέδουσες (Jellyfish)
1/ Σφήκα της θάλασσας (Sea Wasp/Carybdea marsupialis)
Είναι μια μικρή διάφανη μέδουσα με σκιάδιο (σώμα) σε σχήμα κουτιού και τέσσερις κεραίες, μια σε κάθε κορυφή της βάσης, που φθάνουν μέχρι τα 30 cm σε μήκος. Στο σκιάδιό τους φέρουν μαύρες ή χρυσές κηλίδες. Είναι το μόνο είδος μέδουσας σε σχήμα κουτιού που καταγράφηκε μέχρι σήμερα στη Μεσόγειο Θάλασσα κι από τη δεκαετία του 1980 παρατηρείται συχνά σε υψηλές συγκεντρώσεις στην Αδριατική Θάλασσα.
Το τσίμπημα αυτού του είδους είναι δηλητηριώδες για τους ανθρώπους και προκαλεί επώδυνη αίσθηση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί να επιμείνουν, προκαλώντας, εκτός από πόνο, παραισθήσεις, υπερευαισθησία και δερματικές βλάβες.

2/ Ανάποδη μέδουσα (Cassiopea andromeda)
Ονομάζεται «Ανάποδη μέδουσα» καθώς συνήθως βρίσκεται κοντά στον βυθό της θάλασσας με το στόμα της να κοιτάζει προς τα πάνω. Συνήθως ζει σε αμμώδη ή λασπώδη υποστρώματα και ανάμεσα σε λιβάδια θαλάσσιων φανερόγαμων όπως της Ποσειδωνίας. Το σκιάδιό της είναι κυκλικό και πεπλατυσμένο με διάμετρο 10-15 cm. Φέρει 8-9 στοματικούς λοβούς, οι οποίοι διακλαδίζονται και είναι ελαφρώς μακρύτεροι από την περιφέρεια του σκιαδίου της.
Οι μέδουσες αυτές έχουν καφέ, μπλε ή πράσινο χρώμα, και το σκιάδιό τους είναι συνήθως καφέ με λευκές κηλίδες στις άκρες. Το είδος αυτό συχνά συγχέεται λανθασμένα με τις θαλάσσιες ανεμώνες.
Το τσίμπημα επιφέρει πόνους, εξανθήματα και τοπικό πρήξιμο. Ανάλογα με την ευαισθησία του θύματος στις τοξίνες των νηματοκύστεων, μπορεί να προκαλέσει εμετούς και μυϊκούς πόνους.

3/ Μώβ μέδουσα (Pelagia noctiluca)
Έχει σκιάδιο σε σχήμα καμπάνας ή ημισφαιρικό με κροσσωτή άκρη. Φέρει οκτώ λεπτές κεραίες που προκαλούν τσιμπήματα και τέσσερις στοματικούς λοβούς. Έχει χρώμα από μωβ έως καστανοκόκκινο και είναι είδος που παράγει βιοφωτισμό, δηλαδή παράγει φως όταν διεγείρεται από κυματισμούς.
Η συγκεκριμένη μέδουσα είναι ευρέως διαδεδομένη στη Μεσόγειο Θάλασσα και θεωρείται η μέδουσα που προκαλεί τα πιο πολλά τσιμπήματα σε ανθρώπους. Oι κεραίες και το σκιάδιό της (ασυνήθιστο στις μέδουσες) καλύπτονται από κύτταρα που προκαλούν τσιμπήματα.
Το τσίμπημά της είναι δηλητηριώδες για τον άνθρωπο. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ερυθρότητα του δέρματος, οίδημα και επίμονο πόνο στο σημείο του τσιμπήματος. Χρειάζονται 1-2 εβδομάδες για να εξαφανιστεί εντελώς ο πόνος. Στην περιοχή του τσιμπήματος μπορεί να προκληθεί υπερχρωματισμός του δέρματος (ουλή που μοιάζει με μαστίγιο). Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται βρογχοσπασμοί, κνησμός, δύσπνοια, μούδιασμα, ναυτία, εμετός, χαμηλή αρτηριακή πίεση και διάρροια. Σε σπάνιες περιπτώσεις οι αλλεργικές αντιδράσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αναφυλακτικό σοκ.

4/ Νομαδική μέδουσα (Rhopilema nomadica)
Είναι μεσαίου μεγέθους επιπελαγικό είδος που σχηματίζει σμήνη. Έχει ένα σχεδόν ημισφαιρικό σκιάδιο που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 100 cm σε διάμετρο και το οποίο λεπταίνει σταδιακά από το κέντρο προς τα εξωτερικά του όρια. Έχει οκτώ στοματικούς λοβούς που είναι στιβαροί, λείοι και ενωμένοι μέχρι τη μέση.
Το χρώμα της μοιάζει με αυτό του πάγου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση την κατατάσσει ως ένα από τα χειρότερα χωροκατακτητικά θαλάσσια είδη στα ευρωπαϊκά ύδατα. Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά κατά μήκος των ισραηλινών ακτών τη δεκαετία του 1970, και από τη δεκαετία του 1980, κάθε καλοκαίρι καταγράφονται ανθίσεις του είδους. Στην Κύπρο εντοπίστηκε από δύτες στο ναυάγιο Ζηνοβία, στο λιμάνι της Λάρνακας και στην περιοχή Παραλιμνίου.
Το είδος αυτό μπορεί να προκαλέσει πολύ επώδυνους τραυματισμούς στον άνθρωπο. Οι νηματοκύστεις φέρουν τοξίνες που προκαλούν δηλητηρίαση, με συμπτώματα όπως ερυθρότητα, αίσθημα καύσης, κνησμός και οίδημα του δέρματος, έντονος πόνος και σε σοβαρές περιπτώσεις, τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν αρκετές εβδομάδες.

Αντιμετώπιση τσιμπήματος μέδουσας
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα συμπτώματα τσιμπήματος από μέδουσα περιλαμβάνουν πόνο που ακολουθείται από μικρή τοπική βλάβη των δερματικών ιστών, αλλά οι τραυματισμοί μπορεί να είναι σοβαροί ή απειλητικοί για τη ζωή ανάλογα με την πληγείσα περιοχή ή την επικινδυνότητα του δηλητηρίου (αναλόγως του είδους), καθώς και την ευαισθησία του ατόμου που τσιμπήθηκε. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, λόγω παράλυσης του θύματος, υπάρχει κίνδυνος πνιγμού. Εάν το θύμα έχει ιστορικό αλλεργιών υπάρχει κίνδυνος αλλεργικής αντίδρασης.
Αντιμετώπιση τσιμπήματος από μέδουσα περιλαμβάνει την ακινητοποίηση του προσβεβλημένου μέρους του σώματος για αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης των κεραιών, προσεκτική αφαίρεση των κεραιών με τσιμπιδάκια (όχι με γυμνά χέρια, όχι με ξύσιμο), καλό ξέπλυμα της περιοχής με ξίδι ή αλμυρό νερό και ψύξη (με πάγο ή κρύο νερό) ή θέρμανση του σημείου (με ζεστό νερό στους 45°C περίπου για περίπου 20 λεπτά) για περιορισμό της φλεγμονής και της εξάπλωσης του δηλητηρίου, καθώς και για ανακούφιση από τον πόνο. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αποφεύγονται αυτοσχέδιες θεραπείες όπως ξέπλυμα της περιοχής με γλυκό νερό, ούρα ή αλκοόλ, άσκηση πίεσης ή κάλυψη του τραύματος με επιδέσμους, χρήση κρεμών ή αντιισταμινικών χωρίς ιατρική συμβουλή κ,λπ., καθώς μπορεί να επιδεινώσουν την κατάσταση. Αν η ενόχληση είναι έντονη και επίμονη, θα πρέπει να ζητήσουμε ιατρική συμβουλή.

Θαλάσσιες ανεμώνες
Οι θαλάσσιες ανεμώνες είναι κνιδόζωα (όπως και οι μέδουσες), μοιάζουν με λουλούδια, φέρουν πολλά πλοκάμια και βρίσκονται προσκολλημένα σε σκληρά υποστρώματα. Ζουν σε βραχώδεις ακτές κυρίως σε ρηχά νερά και το χρώμα τους ποικίλλει από κιτρινοπράσινο έως ιώδες. Στα παράκτια ύδατα της Κύπρου απαντούν διάφορα είδη θαλάσσιων ανεμώνων όπως η κοινή Anemonia viridis, η Cerianthus membranaceus κ.ά.
Οι κεραίες των ανεμώνων φέρουν δηλητηριώδη κύτταρα και μπορούν να προκαλέσουν εξάνθημα σε όποιον τις αγγίξει, το οποίο μπορεί να διαρκέσει από μερικές εβδομάδες έως και μήνα. Το τσίμπημα μπορεί, επίσης, να προκαλέσει αίσθηση κνησμού και φλεγμονή, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζονται και ουλές.
Σημειώνεται ότι η αντιμετώπιση των τσιμπημάτων από ανεμώνες είναι η ίδια με αυτή από τα τσιμπήματα των μεδουσών.

Πολύχαιτοι
Οι πολύχαιτοι είναι σκουλήκια με μαλακό σώμα, συνήθως μήκους μερικών εκατοστών. Ζουν σε όλα τα θαλάσσια περιβάλλοντα, σε διάφορα βάθη και ενδιαιτήματα όπως ιζήματα, βραχώδεις ακτές, πάνω σε θαλάσσια φυτά, μέσα σε σφουγγάρια, και κάποια μπορεί να κολυμπούν ελεύθερα στην ανοικτή θάλασσα. Ορισμένα είδη πολυχαίτων, όπως το Hermodice carunculata, μπορούν να προκαλέσουν ερεθισμό και αίσθημα καύσου στον άνθρωπο, ενώ άλλα, όπως σκουλήκια των οικογενειών Glyceridae και Nereididae, μπορούν να προκαλέσουν μικρές πληγές και οπές στο δέρμα.

Σκουλήκι της φωτιάς (Hermodice carunculata)
Είναι θαλάσσιο σκουλήκι που ζει στον πυθμένα της θάλασσας και έχει μήκος 15 με 30 cm. Παρουσιάζει ευρεία εξάπλωση και ζει σε διάφορα ενδιαιτήματα, συμπεριλαμβανομένων υφάλων, μαλακών υποστρωμάτων, όπως λασπώδη και αμμώδη ιζήματα, καθώς και σε λιβάδια Ποσειδωνίας. Κινείται αρκετά αργά και δεν θεωρείται απειλή για τον άνθρωπο, εκτός εάν έρθει σε επαφή με το δέρμα. Οι τρίχες του σκουληκιού, όταν επεκταθούν, μπορούν να διεισδύσουν στο ανθρώπινο δέρμα και λόγω της μορφολογίας τους, να αγγιστρωθούν σε αυτό.
Μετά από τσίμπημα μπορεί να προκληθούν τοπικές αντιδράσεις που περιλαμβάνουν έντονο τσούξιμο, πόνο, κνησμό, μούδιασμα και πρήξιμο. Αυτή η αίσθηση διαρκεί έως και τέσσερις ώρες, αλλά τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν έως και αρκετές βδομάδες. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκληθούν αντιδράσεις όπως ναυτία, καρδιακά και αναπνευστικά προβλήματα. Ως μέτρο αντιμετώπισης τσιμπήματος, η επηρεαζόμενη περιοχή πρέπει να θερμανθεί είτε βάζοντας ζεστό νερό είτε βυθίζοντάς την σε ζεστό νερό. Μετά από αυτό, η τοποθέτηση πάγου θα μουδιάσει την περιοχή και θα προσφέρει ανακούφιση. Επίσης, η εφαρμογή κολλητικής ταινίας και ακολούθως ξιδιού μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση. Το τσίμπημα δεν οδηγεί σε μόλυνση ή ουλές.


Αχινοί
Οι αχινοί είναι βενθικοί οργανισμοί που ζουν κυρίως σε ρηχά νερά, ιδιαίτερα σε βραχώδεις περιοχές. Τα αγκάθια ενός αχινού μπορούν να τρυπήσουν το δέρμα των ποδιών εάν πατηθεί κατά λάθος. Τα αγκάθια διεισδύουν στο δέρμα και σπάνε, καθιστώντας δύσκολη την αφαίρεσή τους. Αυτό μπορεί να προκαλέσει οίδημα και μόλυνση. Τα αγκάθια των αχινών είναι γενικά πολύ αιχμηρά αλλά εύθραυστα, επομένως δεν διεισδύουν βαθύτερα από την επιδερμίδα, με εξαίρεση το μη αυτόχθονο είδος Diadema setosum. Είναι ξενικό είδος, ινδο-ειρηνικής προέλευσης, που απαντά και στην Κύπρο.
Έχει μακριά εύθραυστα αγκάθια που μπορεί να προκαλέσουν βαθιά διεισδυτικά τραύματα, να σπάσουν εύκολα και να ενσωματωθούν στον ιστό. Το δηλητήριό τους είναι ήπιο και μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή, πρήξιμο και οξύ πόνο, ο οποίος μειώνεται σταδιακά μετά από λίγες ώρες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει σοβαρή, μη αναστρέψιμη βλάβη των ιστών και χρόνια, ενεργή αρθρική φλεγμονή και ίνωση.
Σε περίπτωση τσιμπήματος, τα αγκάθια θα πρέπει να αφαιρεθούν είτε αμέσως, αν είναι εφικτό, είτε μετά από λίγες μέρες, διαφορετικά αν αφεθούν στο δέρμα θα βγουν από μονά τους. Τα μεγάλα προεξέχοντα αγκάθια πρέπει να αφαιρούνται προσεκτικά με τσιμπιδάκια. Τα βαθύτερα βγαίνουν ευκολότερα εάν αφεθούν για λίγες μέρες πριν γίνει ξανά προσπάθεια για να αφαιρεθούν. Η εφαρμογή ζεστού νερού για 5-10 λεπτά στην περιοχή διευκολύνει την εξαγωγή. Σε περιπτώσεις λοίμωξης, οιδήματος και ερυθρότητας που αναπτύσσεται γύρω από την περιοχή θα πρέπει να αναζητηθεί περαιτέρω ιατρική βοήθεια, καθώς ενδέχεται να χρειαστεί αντιβιοτική θεραπεία.

Ψάρια
Στα νερά της Κύπρου ζουν αρκετά είδη ψαριών με δηλητηριώδη αγκάθια που τα καθιστούν επικίνδυνα σε περίπτωση που πατηθούν κατά λάθος σε ρηχά νερά ή έρθουν σε επαφή με άτομα που καταδύονται κοντά στον βυθό της θάλασσας, ή ακόμα σε περίπτωση που πιαστούν σε αλιευτικά εργαλεία και τύχουν απρόσεκτου χειρισμού από αλιείς που αγνοούν τον κίνδυνο, καθώς και είδη ψαριών που περιέχουν δηλητήριο στους ιστούς τους και είναι, ως εκ τούτου, επικίνδυνα αν καταναλωθούν.
Δείτε αναλυτικά όλα τα είδη:








Παμπακάς (Hexanchus griseus)
Καταληκτικά, ο παμπακάς ή παμπακάρης ή σαπουνάς (Hexanchus griseus), είναι το μεγαλύτερο είδος της τάξης Hexanchiformes, στην οποία ανήκουν οι καρχαρίες με έξι ή εφτά αντί πέντε βραγχιακές σχισμές, φτάνοντας σχεδόν τα πέντε μέτρα σε μήκος. Έχει σκούρο καφέ σώμα, πιο ανοιχτόχρωμη πλευρική γραμμή και έντονα φθορίζοντα πράσινα μάτια. Ζει κοντά στον βυθό σε βάθη από 100 μέχρι 2.000 μέτρα και τρέφεται με ψάρια, κεφαλόποδα και καρκινοειδή.
Η σάρκα του, αν και εύγευστη, περιέχει τοξίνη, η οποία δεν απορροφάται από τον ανθρώπινο οργανισμό και συσσωρεύεται στο έντερο. Αν καταναλωθεί σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να προκαλέσει διάρροια και στομαχικές διαταραχές. Συνήθως δεν απαιτείται κάποιου είδους θεραπεία, αλλά αν η ενόχληση είναι έντονη είναι καλό να ζητήσουμε ιατρική συμβουλή.
