Κανείς μας δεν θέλει να σκέφτεται κάτι τέτοιο (όλοι μας φανταζόμαστε έναν δικό μας άνθρωπο να μας κρατάει το χέρι πριν κλείσουμε για πάντα τα μάτια - ίσως φταίνε οι ταινίες και γι’ αυτό) κι εδώ που τα λέμε σε κανέναν άνθρωπο δεν αξίζει ένα τέτοιο τέλος. Μοναχικό. Επώδυνο. Αναξιοπρεπές.
Νωρίς χθες το πρωί μια γυναίκα που πήγαινε στη δουλειά της σε ένα από τα πολυτελή ξενοδοχεία της Λεωφόρου Ποσειδώνος της Πάφου έγινε άθελά της η σημαντικότερη παρουσία στη ζωή μιας άλλης γυναίκας. Μόνο που η δεύτερη δεν το ήξερε καν αυτό. Γιατί δεν ζούσε πια. Κείτονταν νεκρή στη γωνιά ενός εγκαταλελειμμένου κτηρίου. Χωρίς παπούτσια, ακίνητη, παγωμένη, ταλαιπωρημένη. Λίγο πιο πέρα υπήρχε μια βαλίτσα με ρούχα και άδεια μπουκάλια αλκοολούχων ποτών. Η Αστυνομία δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να βγάλει πόρισμα: Μεσήλικη γυναίκα, αγνώστων στοιχείων, αλλοδαπή ευρωπαϊκής (μάλλον καταγωγής), άστεγη και με προβλήματα υγείας (πιθανότατα από αλκοολισμό). Αποκλείεται η εγκληματική ενέργεια. Σωστό τεχνικά από τη στιγμή που δεν προκάλεσε κάποιο άλλο πρόσωπο τον θάνατό της, όμως στην Κύπρο με τους ευημερεύοντες δείκτες, τα κοιτάσματα, τους πύργους και τις start-ups, την Κύπρο που αλλάζει, εκσυγχρονίζεται και πετάει (δικά τους λόγια, όχι δικά μου) το να υπάρχει ακόμα κόσμος που πεθαίνει μόνος και αβοήθητος στους δρόμους, ακούγεται σαν έγκλημα. Μόνο που ο ένοχος δεν είναι κάποιος με σάρκα και οστά που μπορείς να τιμωρήσεις αφού πρώτα κανσελάρεις στο ίντερνετ αλλά κάτι γενικότερο, συλλογικότερο και εκτενέστερο. Είναι η ίδια κοινωνία μέλη της οποίας είμαστε κι εμείς. Εγώ που το γράφω κι εσείς που το διαβάζετε.
Δεν μας κατηγορώ per se αλλά ας αναλογιστούμε όλους εκείνους τους αόρατους συνανθρώπους μας που έπιασε η άκρη του ματιού μας στο πεζοδρόμιο, τα φανάρια, στο παγκάκι, με παρατεταμένο το χέρι στα καφέ ή έξω από το σούπερ μάρκετ, αλλά παραήμασταν βιαστικοί για να τους ρίξουμε δεύτερη ματιά. Και χάθηκαν από το οπτικό μας πεδίο τόσο γρήγορα όσο κι από τη σκέψη μας - εάν ήταν και ποτέ εκεί. Και πάλι δεν κατηγορώ. Όλοι μας το κάναμε κάποια στιγμή, ακόμα κι αν βοηθήσεις έναν, υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι που θα διαφύγουν του ραντάρ σου. Δεν μπορείς να τους βοηθήσεις όλους, είναι πρακτικά αδύνατο. Γύρω μας δεκάδες οργανισμοί, φιλόπτωχοι, ΜΚΟ αλλά και μεμονωμένοι πολίτες που βοηθούν όσο και όπως μπορούν: από ένα πιάτο φαΐ μέχρι μεταχειρισμένα ρούχα και έπιπλα. Σ’ αυτό ποτέ δεν είχαμε θέμα ως λαός, άσχετα εάν τα τελευταία χρόνια παρείσφρησε και σ’ αυτό ο ακροδεξιός βόθρος που ουρλιάζει “βοηθάτε μόνο τους Κύπριους”. Ευτυχώς κάποιοι συμπατριώτες μας ακόμα ξεχωρίζουν τα σκατά, όσα βαριά “δημοκρατικά” αρώματα κι αν φοράνε, και αποφεύγουν να τα πατήσουν.
Γι’ αυτό η γυναίκα που βρήκε τη νεκρή έγινε άθελά της το σημαντικότερο πρόσωπο τουλάχιστον αν όχι στη ζωή, στον θάνατό της. Κι αυτό γιατί την πρόσεξε. Νοιάστηκε. Ειδοποίησε τις αρχές. Και γράφτηκε έστω κι εκείνο το μονόστηλο στα media. Δεν είναι τραγικά ειρωνικό -και σπαρακτικά θλιβερό- κάποιοι άνθρωποι να λαμβάνουν επιτέλους την πολυπόθητη προσοχή, αυτή τη δεύτερη ματιά, που επιζητούσαν στο λυκόφως της ζωής τους μόνο με τον θάνατό τους;
Μέχρι τη στιγμή που γραφόταν αυτές οι γραμμές στάθηκε αδύνατο να βρω έστω το όνομά της. Κανείς δεν ήξερε να μου πει περισσότερα γι αυτή, ούτε καν οι Αρχές. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Είχε παιδιά; Οικογένεια; Φίλους; Έστω γνωστούς; Νοιάστηκε γι΄αυτή έστω και μια ψυχή; Είχε όνειρα όταν ήρθε στην Κύπρο; Σχέδια; Φιλοδοξίες; Πώς κατέληξε να σβήσει ολομόναχη στον δρόμο; Άρρωστη, άστεγη, άπορη, ίσως αλκοολική, αφημένη στη μοίρα της, αβοήθητη, μια ανώνυμη, “πιθανότατα αλλοδαπή”, όπως προστάζει το λεκτικό του μηχανικού αστυνομικού δελτίου. Πότε ακριβώς γίναμε τόσο ανθεκτικοί στη δυστυχία δίπλα μας; Πότε ακριβώς κανονικοποιήθηκε ο θάνατος από ανέχεια σε μια σταλιά μέρος το οποίο μάλιστα υποτίθεται πως ευημερεί;
Και το βασικότερο. Ήξερε ότι εκείνη τη στιγμή πέθαινε όπως ακριβώς έζησε τις τελευταίες της στιγμές; Αν ένα δέντρο πέσει στο δάσος χωρίς κάποιος να ακούσει την πτώση του, υπήρξε ποτέ του στ΄αλήθεια; Άραγε πριν ξεψυχήσει πρόλαβε να ψελλίσει μια “συγγνώμη” ή ένα ‘σ’ αγαπώ” απευθυνόμενη στο κενό;
Ένα ανθρώπινο ερείπιο ακουμπισμένο σε ένα κυριολεκτικό.