LIVE: Στην Ολομέλεια της Βουλής τα «καυτά» ζητήματα - Επί τάπητος φορολογική μεταρρρύθμιση και αξιολόγηση εκπαιδευτικών
Ενώπιον έκτακτης συνεδρίας της Ολομέλειας της Βουλής τίθενται σήμερα δύο σημαντικά ζητήματα.

Απαντώντας στο σχόλιο για το «mea culpa» που είχε διατυπώσει σε πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή, ο πρώην πρόεδρος του ΔΗΣΥ επέστρεψε στο 2013 και στις «κρίσιμες συνεδρίες της Βουλής», τονίζοντας ότι δεν ήταν μόνο όσα έβλεπε ο κόσμος από τις τηλεοπτικές οθόνες, αλλά και «τα πολύ πιο ουσιαστικά που διαδραματίζονταν έξω από το κοινοβούλιο και μακριά από τις κάμερες». Όπως είπε, έζησε δύο έντονες πολιτικές φάσεις που καθόρισαν το μέλλον του τόπου: το Κυπριακό και την οικονομία. Για το Κυπριακό αναφέρθηκε στο 2004 και στα δημοψηφίσματα για το Σχέδιο Ανάν, αλλά και στο 2017, μιλώντας για μια ευκαιρία που –κατά την άποψή του– χάθηκε στο Κραν Μοντανά. Ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι «το πιο κρίσιμο» που έζησε, τόσο συναισθηματικά όσο και με «ψυχρή λογική», ήταν η περίοδος της οικονομικής κρίσης.
Μεταξύ άλλων μίλησε για έλλειψη γνώσης και κατανόησης της κρισιμότητας των στιγμών ακόμη και στην πρώτη γραμμή της πολιτικής και υπογράμμισε ότι «δεν υπήρχαν εναλλακτικές». Παραδέχθηκε ότι έπρεπε να ληφθούν σκληρά μέτρα και ότι ο ίδιος επέλεξε συνειδητά να αναλάβει τον ρόλο εκείνου που θα λέει τα «κακά νέα» στην κοινωνία. «Δεν είναι εύκολο πράγμα να ανακοινώνεις στον άλλον ότι θα χάσει τις καταθέσεις του, τις μετοχές του, τα αξιόγραφά του. Δεν είναι εύκολο να πεις στον δημόσιο υπάλληλο ότι θα κουρευτεί ο μισθός του, στον συνταξιούχο ότι θα κουρευτεί η σύνταξή του, στον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα ότι να αναμένει αύξηση της ανεργίας», είπε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας εκείνη την περίοδο ως «τρομακτική».
Χρησιμοποιώντας μια έντονη παρομοίωση, διερωτήθηκε ποιος χειρουργός είναι ευτυχής να ανακοινώνει στον ασθενή του ότι έχει γάγγραινα και ότι, αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα, θα χάσει τη ζωή του. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθέτησε και το «mea culpa», αναγνωρίζοντας ότι στην προσπάθεια να σωθεί ο τόπος «πήγαμε και πέρα από κάποιες γραμμές», με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μια σχέση πολίτη και δανειολήπτη που έφερε τους πελάτες των τραπεζών σε δυσμενέστερη θέση. Τόνισε ότι πολλά από τα μέτρα δεν ήταν προσωπικές του επιλογές, αλλά νομοσχέδια της Τρόικας που πέρασαν από τη Βουλή, υπενθυμίζοντας ότι «δεν ζούσαμε σε δικτατορία» και ότι οι αποφάσεις ψηφίζονταν και με τη στήριξη άλλων κομμάτων.
Εκ των υστέρων, όπως είπε, «δεν πετύχαμε ισορροπία» και σήμερα το σύστημα είναι «ετεροβαρές υπέρ του χρηματοπιστωτικού τομέα». Στο ίδιο πνεύμα αποκάλυψε ότι το 2018-2019 η Κύπρος κινδύνευσε για δεύτερη φορά με κούρεμα καταθέσεων, κάτι που δεν βγήκε προς τα έξω για να αποφευχθεί ο πανικός. Περιέγραψε την ανάγκη άμεσης ενίσχυσης της Τράπεζας Κύπρου με 400 εκατ. ευρώ και τη νομοθετική ρύθμιση για τη μετατροπή φορολογικών ζημιών σε πιστωτικό κεφάλαιο. «Ήταν σαν να έβαζες με μια νομοθετική πράξη 400 εκατομμύρια κεφάλαιο στην τράπεζα», ανέφερε, για να προσθέσει ότι σήμερα θεωρεί λάθος το γεγονός πως το όφελος αυτό δεν πιστώθηκε είτε στους παλαιούς μετόχους είτε στο ίδιο το κράτος. «Αν αυτό γινόταν, δεν θα μιλούσαμε για τόση τραγωδία στους κουρεμένους, στους μετόχους και στους κατόχους αξιογράφων», είπε.
Ερωτηθείς για τις επικρίσεις για την κοινωνική διάσταση των τραπεζικών πολιτικών, ο Αβέρωφ Νεοφύτου αναγνώρισε ότι υπάρχουν παρεμβάσεις που μπορούν ακόμη να γίνουν, συλλογικά, από κυβέρνηση και Βουλή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα των εγγυητών, υποστηρίζοντας ότι είναι άδικο ένας εγγυητής να ευθύνεται για υπέρογκα ποσά που προέκυψαν λόγω καθυστερήσεων και τόκων, χωρίς έγκαιρη ενημέρωση από τις τράπεζες. Πρότεινε θεσμικές ρυθμίσεις ώστε η ευθύνη να περιορίζεται στο ποσό που αρχικά εγγυήθηκε.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών, ξεκαθάρισε ότι ως αρχή μια τέτοια πολιτική θα έπρεπε να είναι οριζόντια και όχι στοχευμένη μόνο στον τραπεζικό τομέα. Εξέφρασε την άποψη ότι μια τέτοια φορολόγηση κινδυνεύει να μετακυλιστεί τελικά στους καταθέτες και τους δανειολήπτες. Αντίθετα, εισηγήθηκε παρέμβαση στο περιθώριο επιτοκίων, το λεγόμενο margin, σημειώνοντας ότι στην Κύπρο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη και ότι εκεί θα μπορούσε να επιβληθεί αποτρεπτική φορολογία.
Η συζήτηση έκλεισε με μια ευρύτερη κοινωνική ανάγνωση της οικονομικής πραγματικότητας. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου παραδέχθηκε ότι σήμερα, παρότι οι δείκτες της οικονομίας πάνε καλά, αυτό δεν μεταφράζεται αυτόματα σε ευημερία για την κοινωνία. «Ο κόσμος πήρε το κόστος όταν έπρεπε να σωθεί ο τόπος», είπε, προσθέτοντας ότι είναι δικαιολογημένη η αγανάκτηση όταν οι ίδιοι πρωταγωνιστές πανηγυρίζουν για την οικονομία χωρίς ο πολίτης να βλέπει «μέρισμα». Έφερε ως παράδειγμα τη Λεμεσό, όπου η οικονομική επιτυχία συνοδεύεται από εκτίναξη του κόστους ζωής και των ενοικίων, οδηγώντας –όπως είπε– σε «θύματα της ίδιας της επιτυχίας».
Καταλήγοντας, τόνισε ότι το ζητούμενο πλέον είναι η σωστή αναδιανομή του εθνικού πλούτου και η λήψη πιο δραστικών μέτρων, ιδιαίτερα για το στεγαστικό. «Η διάγνωση δεν αρκεί», σημείωσε, «χρειάζεται και η σωστή θεραπεία», αφήνοντας σαφές ότι η επόμενη φάση για τη χώρα δεν είναι απλώς η διατήρηση των καλών αριθμών, αλλά η αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας.
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις




