Η εκλογή του Τουφάν Ερχιουρμάν ως ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, οι συναντήσεις κορυφής υπό τον ΟΗΕ με τον Πρόεδρο της Χριστοδουλίδη και τις δηλώσεις της προσωπικής απεσταλμένης του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Μαρίας Άνχελα Ολγκίν, σε συνδυασμό με τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης-μέσω του ειδικού απεσταλμένου Γιοχάνες Χαν- και τις επαναλαμβανόμενες αναφορές της Τουρκίας για λύση “δύο κρατών”, διαμορφώνουν ένα σύνθετο και ευαίσθητο πλαίσιο που καθορίζει τις εξελίξεις, μέχρι και το 2026.
Η εκλογή Ερχιουρμάν και οι πρώτες θέσεις του στο Κυπριακό
Ο Τουφάν Ερχιουρμάν, εκλέχθηκε τον Οκτώβριο του 2025 και η νίκη του ερμηνεύτηκε από πολλούς αναλυτές ως ευκαιρία να αρθεί η πολυετής αδράνεια στις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού. Ο ίδιος, ήδη από τις δηλώσεις των πρώτων μηνών της θητείας του, υπογράμμισε τη σημασία της δημιουργίας κατάλληλου πλαισίου για επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών και όχι απλώς τυπικών επαφών. Σε αυτό το πλαίσιο προώθησε μια δέσμη προτάσεων (10 σημεία) που επικεντρώνονται σε πρακτικά ζητήματα εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών — από ζητήματα υπηκοότητας και μετακινήσεων μέχρι απλούστερα διοικητικά θέματα — με στόχο να επιτευχθεί ένα πιο σταθερό περιβάλλον για διάλογο.
Μετά την τριμερή συνάντηση στις 11 Δεκεμβρίου, ο Ερχιουρμάν τόνισε ότι η συζήτηση επικεντρώθηκε σε τρεις βασικούς άξονες: Τη μεθοδολογία τεσσάρων σημείων που είχε προηγουμένως προτείνει, πρωτοβουλίες για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και την δεκάδα προτάσεων που είχε παρουσιάσει παλαιότερα. Διευκρίνισε επίσης ότι παρόλο που η εμπιστοσύνη δεν έχει ανακτηθεί πλήρως μετά από χρόνια αδράνειας, υπάρχει κοινή βούληση για να δημιουργηθεί ένα θετικό κλίμα που θα διευκολύνει ουσιαστικό διάλογο.
Παράλληλα, ο Ερχιουρμάν έχει επανειλημμένα αναφερθεί στην ανάγκη μιας «νέας πολιτικής σκακιέρας» για την Κύπρο, καλώντας τους πολιτικούς φορείς να διαχειριστούν σωστά τις προσδοκίες και να δημιουργήσουν εμπιστοσύνη πριν από μια πλήρη επανέναρξη διαπραγματεύσεων, σημειώνοντας ότι δεν αρκεί το να συναντιούνται απλώς ηγέτες για να υπάρξει πραγματική πρόοδος.
Μάλιστα, σε προγενέστερες δηλώσεις του ο Ερχιουρμάν υπενθύμισε ότι κάθε κίνηση πρέπει να γίνεται σε συνεργασία με την Τουρκία, υπογραμμίζοντας τις ειδικές σχέσεις και την εγγυητική παρουσία της στη βάση οποιασδήποτε λύσης- μία προσέγγιση που δείχνει πόσο βαθιά συνδεδεμένες είναι οι εσωτερικές επιλογές της τ/κ πλευράς με τη στρατηγική της Άγκυρας.
Οι θέσεις και οι προσδοκίες του Προέδρου Χριστοδουλίδη μετά την τριμερή συνάντηση
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, από την πλευρά του επανέλαβε την προσήλωσή του στην επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων από εκεί που διακόπηκαν στο Κραν Μοντάνα το 2017, με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και το πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Λίγο πριν από την τριμερή σύνοδο, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι “πηγαίνει στη συνάντηση με αποκλειστικό στόχο την επανέναρξη της διαδικασίας” και ότι είχε μαζί του συγκεκριμένες προτάσεις και προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε μια θετική συνέχεια των συνομιλιών — επισήμανε επίσης ότι η προοπτική για καλά νέα από τον διάλογο ήταν υπαρκτή.
Μετά την τριμερή, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε ότι ο Χριστοδουλίδης “έχει απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που αφορούν το σχέδιο τεσσάρων σημείων που παρουσίασε ο Ερχιουρμάν”, υποδεικνύοντας ότι υπάρχει προθυμία από την ε/κ πλευρά να συζητηθούν και να επεξεργαστούν οι προτάσεις του τ/κ ηγέτη στο πλαίσιο του διαλόγου. Ο ίδιος κατέστησε σαφές ότι στόχος παραμένει η επανεκκίνηση ουσιαστικών διαπραγματεύσεων και η μεταφορά τους, από την επίπεδο των συναντήσεων σε πραγματική διαδικασία συζήτησης.
Επιπλέον, μετά την τριμερή ο Νίκος Χριστοδουλίδης επανέλαβε την ανάγκη να συζητηθούν όλες οι πτυχές των κεφαλαίων των διαπραγματεύσεων ενιαία και όχι αποσπασματικά, στέλνοντας το μήνυμα ότι μια λύση πρέπει να διαπραγματευτεί ολιστικά και όχι σε θραύσματα- μια προσέγγιση που ευθυγραμμίζεται με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό.
Ο ΟΗΕ και η προσωπική απεσταλμένη
Η Μαρία Άνχελα Ολγκίν, προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, χαρακτήρισε τη συνάντηση της 11ης Δεκεμβρίου ως “πολύ καλό ξεκίνημα”, σημειώνοντας ότι υπήρξε βαθιά, ειλικρινής και παραγωγική συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών, αν και τόνισε ότι είναι ακόμη νωρίς για να προχωρήσει η διαδικασία σε πενταμερή διάσκεψη 5+1. Η ίδια τόνισε την ανάγκη να ενισχυθεί το κλίμα εμπιστοσύνης πριν από μια ευρύτερη συνάντηση που θα περιλαμβάνει τις εγγυήτριες δυνάμεις και τον ΟΗΕ.
Μετά τη συνάντηση στη Λευκωσία, έχει ανακοινωθεί ότι η Ολγκίν αναμένεται να επιστρέψει στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2026 με στόχο να προετοιμάσει μια διευρυμένη συνάντηση που θα ακολουθήσει — ένα βήμα που δείχνει ότι ο ΟΗΕ επιδιώκει να διατηρήσει τη δυναμική του διαλόγου και τη συνέχεια.
Η ΕΕ και ο ειδικός απεσταλμένος Χαν
Σε αυτό το πολυδιάστατο περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση με τον ειδικό απεσταλμένο Γιοχάνες Χαν επαναλαμβάνει τη στήριξή της σε μια λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας στην Κύπρο. Ο Χαν έχει διευκρινίσει ότι η ΕΕ δεν λειτουργεί ως μεσολαβητής (ρόλος που ανήκει στον ΟΗΕ), αλλά μπορεί να στηρίξει τη συνολική διαδικασία μέσω τεχνικής, οικονομικής και θεσμικής βοήθειας. Ταυτόχρονα, έχει επισημάνει ότι μια λύση πρέπει να εναρμονίζεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και ότι μια βιώσιμη διευθέτηση είναι αδιαχώριστη από την ευρωπαϊκή προοπτική του νησιού. Μια θέση που δείχνει ότι η ΕΕ εστιάζει όχι μόνο στη λύση καθαυτή, αλλά και στη συνέχεια της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης για όλους τους κατοίκους της Κύπρου.
Η δήλωση Φιντάν και η τουρκική ατζέντα
Παρά την παραπάνω δυναμική, η Τουρκία, μέσω του Υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει επαναλάβει δημόσια την εμμονή της στην ιδέα «δύο κρατών» στο νησί, δηλαδή μια μόνιμη διάκριση σε δύο κυρίαρχες οντότητες, με ξεχωριστά διεθνή καθεστώτα. Σύμφωνα με τις δημόσιες δηλώσεις, η Άγκυρα υποστηρίζει ότι η προηγούμενη μακρά διαπραγματευτική διαδικασία απέτυχε γιατί δεν έγινε αποδεκτή η “κυριαρχική ισότητα” και η “ίσως διεθνής κατάσταση” των Τουρκοκυπρίων, θέση που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το πλαίσιο διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας που προωθούν ΕΕ και ΟΗΕ.
Αυτή η θέση λειτουργεί ως ένα από τα βασικότερα εμπόδια στην επανεκκίνηση των συνομιλιών διότι ως γνωστόν, δεν είναι συμβατή με τις επίσημες αποφάσεις του ΟΗΕ ή τη θεμελιώδη αρχή της πολιτικής ισότητας όπως την ερμηνεύει η ευρωπαϊκή και η ε/κ πλευρά.
Το μεγάλο «αγκάθι»: Πολιτική Ισότητα
Το ζήτημα της πολιτικής ισότητας παραμένει στο επίκεντρο της διαπραγμάτευσης. Ενώ συμφωνείται γενικά ότι πρέπει να υπάρχει πολιτική ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, η ερμηνεία και πρακτική εφαρμογή αυτού του όρου διαφέρει σημαντικά:
Η ελληνοκυπριακή πλευρά και η ΕΕ βλέπουν την πολιτική ισότητα εντός του πλαισίου μιας λειτουργικής ομοσπονδίας όπου τα δικαιώματα προστατεύονται, αλλά χωρίς μόνιμο βέτο που θα παραλύει τη λήψη αποφάσεων.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά, με υποστήριξη από την Τουρκία, το ερμηνεύει ως απαίτηση για ισότητα κυριαρχίας και διεθνούς καθεστώτος, μια ερμηνεία που στην πράξη μπορεί να οδηγήσει σε διαρκή αδιέξοδα και διαφοροποιήσεις από το βασικό πλαίσιο λύσης που προωθεί ο ΟΗΕ.
Αυτή η αντίθεση, καθιστά την πολιτική ισότητα το προβληματικό σημείο-κλειδί που πρέπει να επιλυθεί για να υπάρξει πραγματική πρόοδος.
Τι αναμένουμε το 2026
Με την Κύπρο να αναλαμβάνει την Προεδρία της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2026, η χρονιά διαφαίνεται κρίσιμη για το μέλλον του Κυπριακού. Η πιθανότητα μιας άτυπης πενταμερούς διάσκεψης 5+1 παραμένει ενεργή, εφόσον οι πλευρές συμφωνήσουν σε προϋποθέσεις και οικοδομήσουν εμπιστοσύνη, αλλά οι δομικές διαφωνίες, ειδικά γύρω από πολιτική ισότητα και τη λύση δύο κρατών, παραμένουν μεγάλες προκλήσεις.
Για να υπάρξει πραγματική πρόοδος, πέρα από ευχές και καλές προθέσεις, οι ηγεσίες και οι διεθνείς παίκτες, θα πρέπει να εργαστούν όχι μόνο στο επίπεδο των δηλώσεων, αλλά και στην ουσία των θέσεων και των προτάσεων, ξεπερνώντας δεκαετίες αδιεξόδων και αναστολών.
Καθώς η Κυπριακή Δημοκρατία ετοιμάζεται να αναλάβει την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πρώτο εξάμηνο του 2026, ανακύπτει εύλογα το ερώτημα αν η ιστορική αυτή συγκυρία θα αξιοποιηθεί ως εργαλείο ουσιαστικής πολιτικής πίεσης ή αν θα χαθεί μέσα σε ευγενικές προσκλήσεις και διπλωματικές αβρότητες. Αντί ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης να σπεύσει να προσκαλέσει τον Τούρκο Πρόεδρο και τον Υπουργό Εξωτερικών στην Κύπρο, οφείλει πρωτίστως να υπενθυμίσει στους Ευρωπαίους εταίρους –και όχι μόνο– ότι η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει παράνομα το 37% του εδάφους ενός κράτους-μέλους της ΕΕ. Είναι πολιτικά και ηθικά αδιανόητο μια χώρα που παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο να διεκδικεί ταυτόχρονα δισεκατομμύρια ευρώ από ευρωπαϊκά κονδύλια, χρήματα που προέρχονται και από τους ίδιους τους Κύπριους πολίτες, χωρίς η Λευκωσία να αξιοποιεί το δικαίωμα του βέτο ως μοχλό πίεσης.
Την ίδια στιγμή, μια κυβέρνηση που διακηρύσσει διαρκώς ότι είναι «έτοιμη για επανέναρξη συνομιλιών ανά πάσα στιγμή», οφείλει επιτέλους να μιλήσει με ειλικρίνεια στον κυπριακό λαό και να εξηγήσει με σαφήνεια το πραγματικό περιεχόμενο της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας – μιας μορφής λύσης που το 2004 απορρίφθηκε ξεκάθαρα μέσω δημοψηφίσματος. Χωρίς διαφάνεια, πολιτικό θάρρος και ξεκάθαρες θέσεις, η επίκληση του διαλόγου κινδυνεύει να παραμείνει ένα ακόμη επικοινωνιακό σύνθημα, αποκομμένο από τις πραγματικές ανησυχίες και τα όρια ανοχής της κυπριακής κοινωνίας.


