Πριν από το 6-3 της Ουγγαρίας στο ‘Γουέμπλεϊ’ επί της Αγγλίας το 1953. Πριν, ακόμα, από το 2-1 της Ουρουγουάης στο ‘Μαρακανά’ επί της Βραζιλίας το 1950. Πριν, επίσης, τον Μπενίτο Μουσολίνι, τον Τζουζέπε Μεάτσα και τον Λεόνιντας. Εν ζωή βρίσκονταν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο Νίκολα Τέσλα. Ο Χάουαρντ Χιουζ ήταν μόλις 26 και ο Όρσον Γουέλς δεν είχε κάνει, ακόμη, την εμφάνισή του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Εδώ, ο Αδόλφος Χίτλερ δεν είχε νικήσει στις εκλογές, κάτι που όταν συνέβη, ήταν η αρχή του τέλους του αυστριακού ποδοσφαίρου.
Στη Βιέννη, η Αυστρία αντιμετώπιζε τη Σκωτία σε φιλικό. Το ημερολόγιο έγραφε 16 Μαΐου 1931 και η αυστριακή πρωτεύουσα ζούσε στο ρυθμό αυτού του παιχνιδιού. Οι Σκωτσέζοι θεωρούνταν μία από τις υπερδυνάμεις του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ενημέρωση εκείνης της εποχής. Στην Αυστρία, όμως, όπως έγραψε ο Τζόναθαν Γουίλσον στο βιβλίο του ‘Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα’, το ποδόσφαιρο άνθιζε στα καφέ. Στο ‘Ρινγκ’ καφέ, στα μέσα της δεκαετίας του ’20, οι συζητήσεις έφεραν τη ‘Βούντερτιμ’. Και εκεί γεννήθηκε ο θρύλος του Ματίας Ζίντελαρ.
Μέχρι τότε, το ποδόσφαιρο ήταν ένα εντελώς διαφορετικό σπορ αφού τελείωνε ή ενώ προλογιζόταν. Οι χώροι για συζήτηση ήταν οι αγγλικές παμπ. Όσες άλλες χώρες ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο, δεν είχαν πού να αναλύσουν τις ιδέες τους και ουδείς ξέρει αν είχαν ιδέες -εκτός από το να παίζουν αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας τους. Αλλά στην κεντρική Ευρώπη, όπου δέσποζε η αυτοκρατορία των Αψβούργων, το ποδόσφαιρο δεν ήταν ένα σπορ που συστήθηκε από τους Άγγλους αριστοκράτες στους Αυστριακούς, ούτε πέρασε μόνο στην εργατική τάξη. Αγκαλιάστηκε από τα μεγάλα μυαλά της χώρας, από όποιον κλάδο κι αν αυτά προέρχονται. Ο συγχρωτισμός στα καφέ, τα οποία μοιράζονταν και καταλαμβάνονταν από τους φίλους των αυστριακών ομάδων, ήταν μία κοινωνία του μέλλοντος. Όπως, άλλωστε, και η εθνική ομάδα της χώρας, που έπαιξε το ποδόσφαιρο του μέλλοντος, το οποίο μπορεί ποτέ να μην της έδωσε έναν παγκόσμιο τίτλο, αλλά αναγκάζει όποιον ιστορικό του παιχνιδιού να ασχολείται μαζί της.
Ήταν αυτό το ορφανό πιτσιρίκι, με έναν πατέρα χαμένο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έτρεχε για να ξεφύγει από τους αστυνομικούς, πειναλέος και έρημος, αλλά με μία κίνηση που θα μπορούσε μόνο να είναι παιδεμένη σε σχολές μπαλέτου. Η επιβίωσή του εξαρτάτο από αυτήν την κίνηση, αφού το κυνηγητό δεν αρκούταν μόνο στους αστυνομικούς: στο κατόπι τον έπαιρναν έμποροι, όταν έκπληκτοι αντίκριζαν έναν πιτσιρικά που έμοιαζε με τον Φρεντ Αστέρ πριν καν ο Αμερικανός χορευτής γίνει διάσημος, να τους κλέβει τις ποδοσφαιρικές μπάλες.
Η παρέα του Ζίντελαρ, παιδιά που από την αρχή της γέννησής τους ήταν καταδικασμένα να ζουν σε τόσο άθλιες συνθήκες που το μέλλον τους λογιζόταν τουλάχιστον ως ερεβώδες, ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκδήλωνε το θάμπωμα και το δέος της για το ταλέντο του φίλου. Ο Ζίντελαρ χρειαζόταν μια ικανότητα ώστε να μπορέσει να γίνει κοινωνικά αποδεκτός: στα 15 βρέθηκε στη Χέρτα Βιέννης και το 1924, όταν ήταν πια 21, μεταγράφηκε στην Αούστρια, που ήταν τότε η ομάδα Ερασιτεχνών Βιέννης κι η ομάδα των Εβραίων αστών. Θα έμενε μέχρι το θάνατό του και θα έβαζε 240 γκολ σε 312 παιχνίδια. Στο θρήσκευμα, όμως, ήταν Καθολικός.
Μπορεί να ήταν τυχαίο, αλλά εκείνη τη χρονιά, της μεταγραφής του στην Αούστρια, έγινε το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Σε μια Αυστρία που ήδη είχε απενοχοποιήσει σε μεγάλο βαθμό το παιχνίδι από την ταξικότητά του, το πρωτάθλημα ήταν μείζον γεγονός. Όμως ήταν οι εμφανίσεις του Ζίντελαρ που θα τον έκαναν αγαπητό στους καλλιτέχνες της εποχής, σε μια πρωτεύουσα που μοσχομύριζε (ή βρομούσε, εξαρτάται την οπτική γωνία με την οποία αντικρίζεται μια κατάσταση) τέχνη.
Ενώ στα νιάτα του ήταν ρομαντικός, στο 2-3-5 του, ένα σχήμα που ανταγωνιζόταν το WM εκείνη την εποχή, ο Μάισλ προτιμούσε τον Ουριντίλ. Ο Ζίντελαρ, βεβαίως, κέρδιζε συνεχώς έδαφος, ενώ ο ‘Πέπι’ μεγάλωνε. Στο ‘Παρσιφάλ’, το καφέ της Αούστρια που, ω της ειρωνείας, είχε πάρει το όνομά του από την όπερα του Γερμανού Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Ζίντελαρ ήταν το μεγάλο αστέρι. Στο ‘Ρινγκ’ προτιμούσαν τον Ουριντίλ. Ο Μάισλ, που είχε μάθει από τους Σκωτσέζους ότι ο φορ πρέπει να είναι θωρηκτό, είχε γίνει σχεδόν 20 χρόνια πριν ο μαθητής ενός Άγγλου.
Το γιατί ο Μάισλ, ενώ ήταν υπέρμαχος της κίνησης, αντιστεκόταν σθεναρά στην ιδέα να δώσει θέση στην ενδεκάδα στον Ζίντελαρ, τον οποίο είχε χρίσει διεθνή στα 23, ήταν ένα ερώτημα που ενδεχομένως γίνεται να απαντηθεί από τα 19 χρόνια που είχαν περάσει από τότε και τα 16, που ήταν η απόσταση που ο Χόγκαν έφυγε κακήν κακώς από τη Βιέννη, συλλαμβανόμενος επειδή είχε αρχίσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο ίδιος υπήρξε τυχερός, αφού έφυγε με προορισμό την πατρίδα του μία μέρα πριν σταλεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία. Αλλά τα σχέδια με τον Αυστριακό ομόλογό του έμειναν ασκήσεις επί χάρτου.
Τώρα πάντως είμαστε εδώ: στο Hohe Warte της Βιέννης. Ο Μάισλ έχει λυγίσει από την πίεση των καλλιτεχνών και έχει δώσει θέση βασικού στον Ζίντελαρ. Έχουν περάσει 14 μήνες από την τελευταία φορά που έβαλε τη φανέλα με το εθνόσημο, δηλαδή σε ένα φιλικό με την Τσεχοσλοβακία (2-2), που είναι καταγεγραμμένο ότι έγινε στις 23 Μαρτίου του 1930.
Οι Σκωτσέζοι είναι εκείνοι που χρωστούν οι Αυστριακοί το ‘ευ ζην’. Δυόμιση χρόνια πριν, στις 31 Μαρτίου 1928, η ομάδα που ονομάστηκε ‘Wembley Wizards’ συνέτριψε την Αγγλία με 5-1 στο ‘Γουέμπλεϊ’. Δεν είναι όμως ίδια. Λείπουν οι διεθνείς των Ρέιντζερς και Σέλτικ, 7 παίκτες είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, ενώ στη διάρκεια του αγώνα έχασαν από τραυματισμό δύο από τους πιο σημαντικούς ποδοσφαιριστές της ομάδας, τον Ντάνιελ Λιντλ και τον Κόλιν Μακνάμπ, ο οποίος μπορεί να μη βγήκε από τον αγωνιστικό χώρο (δεν υπήρχαν αλλαγές τότε) αλλά ήταν σαν να μην έπαιζε. Το 5-0 για την Αυστρία ήταν ένας θρίαμβος, μία μέρα εθνικής γιορτής. Η σκωτσεζική ‘Daily Record’ τιτλοφόρησε “Ήταν ανώτεροι!” και συμπλήρωσε “και δεν είχαμε καμία δικαιολογία”. Αλλά για τους Αυστριακούς, που τα μεγάλα δεινά κι οι καταστροφές ήταν μπροστά, το ποδόσφαιρο που έπαιξαν οι παίκτες της ομάδας ήταν περισσότερο μια μεταφορά. Αυτό που συνέβη στον αγωνιστικό χώρο ήταν το πρόσωπο της Αυστρίας.
“Αν υπήρχε μια θλιβερή στιγμή στην κατάρρευση του ιδεώδους που αντιπροσώπευαν για εμάς οι Σκωτσέζοι, ακόμα και χθες, αυτή ισοφαριζόταν από την ανανεωτική αίσθηση που προσέφερε η παρακολούθηση ενός θριάμβου που ξεπηδούσε από την αληθινή τέχνη. (…) Έντεκα ποδοσφαιριστές, οι έντεκα επαγγελματίες αυτής της ομάδας, αν και υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα στη ζωή, με την απόδοσή τους πραγματοποίησαν, σε τελική ανάλυση, μια συνεισφορά στη βιεννέζικη άποψη για την αισθητική, τη φαντασία και το πάθος”, έγραψε η ‘Arbeiter Zeitung’ της 17ης Μαΐου 1931.
Ο Ζίντελαρ ήταν το μεγάλο τάλαντο. Το ένα γκολ που σημείωσε ήταν λίγο μπροστά στη συνεισφορά του στην κίνηση και τον τρόπο με τον οποίο παγίδευε τους αντιπάλους του. Έπαιξε και στα 11 παιχνίδια που η Αυστρία κράτησε το αήττητο -και μαζί τόνωσε το ηθικό της κοινωνίας της, που, επιτέλους, μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι η εθνική ομάδα της χώρας ήταν καλή σε κάτι που άρεσε σε όλο τον κόσμο- μέχρι το 4-3 της Αγγλίας στις 7 Δεκεμβρίου του 1932 στο ‘Γουέμπλεϊ’. Ήταν αυτό το εύθραυστο της φύσης του κι η ανορθοδοξότητα της κίνησής του, η απόσπαση από το χώρο στον οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται, που δεν τον έκαναν απλώς ξεχωριστό, αλλά δημιούργησαν αυτό το μοτίβο παιχνιδιού που ονομάστηκε ‘ο στροβιλισμός του Δούναβη’.
Ο Ζίντελαρ έπαιξε 3 φορές στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, σε ματς που ήταν νοκ άουτ. Με τους Γάλλους, σε ματς 1ου γύρου που κρίθηκε στην παράταση (3-2), πέτυχε το ένα από τα 26 γκολ του στα 43 παιχνίδια με την εθνική. Έπαιξε στο 2-1 επί της Ουγγαρίας και στον ημιτελικό, το 1-0 της Ιταλίας στο Μιλάνο, στις 3 Ιουνίου, όπου το μαρκάρισμα του Αργεντινού Λουισίτο Μόντι, ενός υπέρβαρου (τόσο που είχε λάβει το προσωνύμιο ‘διπλόφαρδος’) κόφτη, τον έβγαλε εκτός τροχιάς. Βεβαίως, ήταν ένα από εκείνα τα παιχνίδια που ανήχθησαν στην πίεση που άσκησε το καθεστώς ώστε η Ιταλία να γίνει πρωταθλήτρια κόσμου. Ήταν η τελευταία ευκαιρία της ‘Βούντερτιμ’ να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το 1938 δεν θα βρισκόταν ως Αυστρία, αφού ύστερα απ’ το ‘Άνσλους’ των Ναζί, που προσήρτησαν τη χώρα στα γερμανικά εδάφη, οι ποδοσφαιριστές του Μάισλ θα βρίσκονταν υπό τη γερμανική αιγίδα και θα βίωναν έναν αποκαρδιωτικό αποκλεισμό στη Γαλλία από τον 1ο γύρο, με το 4-2 της Ελβετίας, στην οποία προπονητής ήταν άλλος ένας τεράστιος οραματιστής, ο Καρλ Ράπαν.
Ο Ζίντελαρ, όμως, έπαιξε το τελευταίο επίσημο αριστούργημά του το 1936. Στις 6 Μαΐου οι Αυστριακοί νίκησαν, επιτέλους, τους Άγγλους με 2-1, σκοράροντας νωρίς. Ο ‘Χάρτινος’, παίζοντας μονίμως εκτός θέσης, τραβούσε μαζί του τον κόφτη Τζον Μπάρκερ. Ακριβώς το ίδιο θα έκανε ο Νάντορ Χιντεγκούτι όταν θα ερχόταν η δική του η ώρα και σε ένα παιχνίδι που θα συμβόλιζε, αν όχι τα νάματα τότε, το μεγαλείο της περίφημης ‘Αρανιτσαπάτ’: το 6-3 της Ουγγαρίας στο ‘Γουέμπλεϊ’, στις 25 Νοεμβρίου του 1953. Τότε ήταν ο Χάρι Τζόνστον που του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι.
Μαζί του δεν ασχολήθηκαν μόνο οι ποδοσφαιρόφιλοι, αλλά συγγραφείς, κριτικοί θεάτρου και βιολόγοι. Ο Άλφρεντ Πόλγκαρ, που αρθρογραφούσε για παραστάσεις στο παλκοσένικο, έγραψε “με κάποιον τρόπο ήταν σαν να έχουν μυαλό τα πόδια του κι έκανε με αυτά πάρα πολλά απίστευτα και απρόβλεπτα πράγματα, την ώρα που έτρεχε. Το σουτ του Ζίντελαρ, που κατέληγε στο πίσω μέρος των διχτυών, ήταν η κορύφωση που μας έδινε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε όλον το σχεδιασμό που είχε κάνει, ήταν το επιστέγασμα όλης του της προσπάθειας, η προσπάθεια που λύνει το γρίφο” στην εφημερίδα ‘Pariser Tageszeitung’, μετά το θάνατό του. Ο Πόλγκαρ έκανε και μία μεταφορά με το σκάκι στο συγκεκριμένο κείμενο, ένα παιχνίδι που χρησιμοποιείται ανά τακτά διαστήματα για να αναδείξει την τακτική διάσταση του ποδοσφαίρου.
Ακριβώς τι έγινε στις 23 Ιανουαρίου του 1939 στο διαμέρισμα της Καμίλα Καστανιόλα, δεν είναι γνωστό. Ο Ζίντελαρ, που ουσιαστικά είχε παρατήσει το ποδόσφαιρο, είχε αγοράσει με 20.000 μάρκα ένα καφέ από έναν Εβραίο και απέρριψε το ενδεχόμενο να βάλει αφίσες με ναζιστικό περιεχόμενο μέσα. Λιγότερο από ένα χρόνο πριν, στις 3 Απριλίου του 1938, στη Βιέννη, είχε παίξει ένα παιχνίδι συμφιλίωσης, ως μέλος μίας ενδεκάδας Αυστριακών, απέναντι σε μία ομάδα που απαρτιζόταν από Γερμανούς. Αν δεν ήταν αρκετή η αντίρρηση που είχε δείξει για να ενσωματωθεί σε μία κοινή ομάδα, εκείνο το φιλικό ήταν η απόδειξη: λέγεται ότι έχασε μια ντουζίνα ευκαιρίες σουτάροντας άουτ και υπήρξε η σπέκουλα ότι το έκανε με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνει κατανοητό ότι τους κορόιδευε. Στο 2ο ημίχρονο, ο Σάστι Σιέστα, φίλος του, σκόραρε με ένα φάουλ και ο ίδιος πανηγύρισε προκλητικά μπροστά στους Ναζί αξιωματούχους. Τελικά έβαλε και το δικό του γκολ, το τελευταίο, και το παιχνίδι έληξε 2-0.
Ένας γείτονας είπε, λίγες μέρες μετά το θάνατό του, ότι είχε δει ένα περίεργο υλικό στην καμινάδα του διαμερίσματός του. Είχαν διαμαρτυρηθεί ήδη για τη θέρμανση και τη μυρωδιά που ανέδιδε από κάποιο σπίτι, αρκετές μέρες νωρίτερα. Η αιτία του θανάτου τόσο του Ζίντελαρ (ακαριαία) όσο και της Καστανιόλα (στο νοσοκομείο) ήταν δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, εξαιτίας ελαττώματος στο σύστημα θέρμανσης. Τον βρήκε νεκρό ένας φίλος του, ο Γκούσταβ Χάρτμαν.
Οι φήμες κι οι αντίθετες γνώμες εξαπλώθηκαν σαν χιονοστιβάδα: η αστυνομία ολοκλήρωσε την έρευνά της μέσα σε δύο μέρες κι ο εισαγγελέας έκλεισε την υπόθεση σε 6 μήνες, έπειτα από διαταγές των Ναζί. Η ‘Kronen Zeitung’ έγραψε ότι “όλα συνηγορούν στο ότι ο σπουδαίος αυτός άντρας έπεσε θύμα δολοφονικής ενέργειας με δηλητήριο. Ο Φρίντριχ Τόρμπεργκ, που έγραψε το ποίημα ‘Η Μπαλάντα για έναν Ποδοσφαιριστή’, προέταξε το σενάριο της δολοφονίας, ενώ έγινε λόγος ακόμα και για ατύχημα. Ο Έγκον Ούλμπριχ, επίσης οικείος του Ζίντελαρ, είπε το 2000, σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC, ότι ο τοπικός αξιωματικός της αστυνομίας κατέγραψε το περιστατικό ως ατυχές κατόπιν δωροδοκίας, αφού για να μην εξαγριωθούν οι Αυστριακοί έπρεπε να γίνει κηδεία δημοσία δαπάνη, κάτι που δεν επέτρεπαν οι Ναζί να συμβαίνει με τα θύματά τους.
Για τον Πόλγκαρ, ο θάνατος του Ζίντελαρ ήταν το τέλος του ρομαντικού κόσμου, της Βιέννης των καφέ: “O Ζίντελαρ ακολούθησε στο θάνατο την πόλη, της οποίας ήταν παιδί και καμάρι. Το να ζει και να παίζει ποδόσφαιρο σε μια καταπιεσμένη, κατεστραμμένη και χωρισμένη πόλη, θα σήμαινε ότι εξαπατούσε τη Βιέννη… Πώς θα μπορούσε κάποιος σαν αυτόν να παίζει ποδόσφαιρο σε τέτοιες συνθήκες; Να ζει, όταν η ζωή χωρίς ποδόσφαιρο ήταν ένα άδειο πουκάμισο”.
Το 2004, ο Ζίντελαρ ψηφίστηκε ως ο κορυφαίος Αυστριακός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.
The post Ο αντιστασιακός αλητάκος που άλλαξε το ποδόσφαιρο (ΒΙΝΤΕΟ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ) appeared first on Thema Sports.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Διπλή κίτρινη προειδοποίηση για ισχυρές καταιγίδες - Πότε τίθεται σε ισχύ
• Έτσι εντοπίστηκε η σακούλα με τις σφαίρες στη Λεμεσό - Θα γίνει καταμέτρηση
• ExxonMobil: Προγραμματίζει νέες γεωτρήσεις σε τεμάχια 5 και 10 αρχές 2025
• Οδηγός κίνδυνος: Φόρτωσε με παλιοσίδερα το όχημα του και «έκοβε» βόλτες - Δείτε φωτογραφία
• Δύσκολες ώρες για παλαίμαχο ποδοσφαιριστή της Ομόνοιας - Έφυγε από την ζωή ο πατέρας του
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις