Όμως ήταν η πρώτη φορά σε διεθνή διοργάνωση στο μπάσκετ και μάλιστα σε κυπριακό έδαφος, επί Νίκου Χριστοδουλίδη και με την εθνικιστική έξαρση που σημειώνεται από τη θεαματική άνοδο της ακροδεξιάς και σιγοντάρουν από τη μια η κυβέρνηση που ποντάρει σε μελλοντική στήριξη κι από την άλλη ο ΔΗΣΥ που κοντράρεται διαρκώς μαζί της για το ποιος τον έχει μεγαλύτερο (τον πατριωτισμό, έτσι;). Συνεπώς ήταν αναμενόμενο (και δεδομένο) ότι το πρήξιμο με το “μία πατρίδα ένας εθνικός ύμνος” θα χτυπούσε... μπλε με κάτι λεπτομέρειες όπως δύο ξεχωριστά κράτη και δύο ξεχωριστές εθνικές ομάδες (με τεράστια μάλιστα διαφορά δυναμικής) να περνούν σε δεύτερη ή και καμία μοίρα.
Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Πρόεδρο της Βουλής μέχρι τους συνήθεις εθνικόφρονες που έχουν πολλαπλούς οργασμούς στη θέα της γαλανόλευκης, η “εθνική υπερηφάνεια”, τα “ρίγη συγκίνησης” και το “υψηλό φρόνημα” έγραψαν υπερωρίες στις αναρτήσεις και τις δημόσιες δηλώσεις στέλνοντας πολλαπλά μηνύματα ειδικά προς εκείνους με τους οποίους υποτίθεται πως θα χτίσουμε από κοινού ομόσπονδο κράτος. Η υπερβολή και το dramaqueenλίκι είναι στο DNA μας και για ακόμα μια φορά σπεύσαμε, η πολιτική ηγεσία μας τουλάχιστον, να τονίσει τα αυτονόητα για όλους τους λάθος λόγους: Ναι, οι Ελληνοκύπριοι είναι ελληνικής καταγωγής (εχμ, εμπεριέχεται κυριολεκτικά στην ονομασία), ναι έχουμε τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας γιατί πολύ απλά το Σύνταγμα του ΄60 δεν περιείχε σχετική διάταξη, ο κυπριακός ύμνος που συνέθεσε ο Σόλωνας Μιχαηλίδης το ‘63 δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ (ή μία φορά όλη κι όλη σύμφωνα με άλλες πηγές) και το Υπουργικού του Μακάριου υιοθέτησε αυθαίρετα τον “Ύμνο προς την ελευθερία” το 1966 και ναι, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα η Κύπρος ακόμα συμπεριφέρεται σαν τον επαρχιώτη που κατεβαίνει για πρώτη φορά Αθήνα με το καλάθι και τις κότες ανά χείρας.
Για να μην παρεξηγηθώ (που είναι και το πιο πιθανό καθώς ελάχιστοι διαβάζουν μέχρι τόσο κάτω) ΔΕΝ βγάζω φλύκταινες στη θέα της ελληνικής σημαίας, ούτε θεωρώ πως η αγάπη για την πατρίδα σε κάνει αυτομάτως εθνικιστή. Μπορείς να αγαπάς την πατρίδα σου χωρίς να μειώνεις, υποτιμάς ή μισείς άλλους λαούς. Αν για παράδειγμα νιώθεις υπερήφανος για το εντελώς τυχαίο γεγονός ότι γεννήθηκες Έλληνας με σκοπό να δηλώνεις “ανώτερος” απ’ τους “Μογγόλους”, “Τουρκαλβανούς”, “Γυφτοσκοπιανούς”, “αράπηδες”, “Ευρωπαίους που έτρωγαν βελανίδια” και άλλους παρόμοιους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς σχεδόν για κάθε άλλο λαό με εξίσου πλούσια ιστορία και πολιτισμό, τότε -συγγνώμη κιόλας- αλλά αυτό δεν σε κάνει φιλόπατρη αλλά έναν πρώτης τάξεως μαλάκα με όλη τη νοητική δεινότητα ενός μαντρότοιχου. Φυσικά και λατρεύω την Ελλάδα, τα τοπία, την ιστορία, την προσφορά της στην ανθρωπότητα. Περισσότερο βέβαια την αρχαία εκείνη λαμπρή και προχώ οντότητα που γέννησε τον Δυτικό πολιτισμό και λιγότερο το κουτοπόνηρο, χριστιανοταλιμπανικό, βλαχομπαρόκ μόρφωμα στο οποίο εξελίχθηκε με τους αιώνες (υπολείμματα του οποίου διατηρούνται μέχρι σήμερα) αλλά τι να κάνουμε, αγαπάμε τον τόπο που μας γέννησε με τα καλά και τα στραβά του. Δεν πιστεύω λοιπόν πως το να συγκινείσαι στη θέα της γαλανόλευκης ή στο άκουσμα του Ύμνου προς την Ελευθερία σε κάνει εθνικιστή. Αντίθετα, οι λεγόμενοι εθνικιστές πιάνονται από το τυχαίο γεγονός της καταγωγής για να οικειοποιηθούν κάτι που δεν τους ανήκει και να καλύψουν με το ένδοξο συλλογικό παρελθόν τη σημερινή μηδαμινή τους προσφορά στον ελληνισμό. Οι εθνικιστές διαστρεβλώνουν τα πραγματικά ελληνικά ιδεώδη και τα χρησιμοποιούν ως εργαλεία μίσους, σοβινισμού και μιας ανωτερότητας που είναι τόσο αληθινοί όσο και οι “εσωτερικοί εχθροί” που ανακαλύπτει κάθε τρεις και λίγο ο Χριστοδουλίδης.
Δεν είναι κακό φυσικά να νιώθεις Έλληνας, να λατρεύεις οτιδήποτε ελληνικό, να ανατριχιάζεις όταν ακούς τον εθνικό ύμνο ή να πανηγυρίζεις για ακόμα μια επιτυχία της Επίσημης Αγαπημένης. Τα ίδια ακριβώς κάνουν και στα κατεχόμενα αν και μεταξύ μας οι κοσμικοί και προοδευτικοί Τουρκοκύπριοι δεν είναι και τόσο ένθερμοι υποστηρικτές της μαμάς πατρίδας όσο είναι οι θρησκόληπτοι, συντηρητικοί έποικοι ή οι εχμ.. Ελληνοκύπριοι. Όμως εκείνοι μιλάνε για λύση δύο κρατών, τουλάχιστον ο Τατάρ, σε αντίθεση με τους δικούς μας που ακόμα πιπιλίζουν την καραμέλα της ΔΔΟ περισσότερο από διπλωματικό ψυχαναγκασμό παρά γιατί πραγματικά το πιστεύουν. Η ΔΔΟ δεν καταργεί την εθνική ταυτότητα των δύο κοινοτήτων, αντίθετα τις διατηρεί κάτω από την ομπρέλα ενός κεντρικού ομοσπονδιακού κράτους με μία -κοινή- φωνή και παρουσία στο εξωτερικό. Άρα η επίδειξη της εθνικής ταυτότητας έχει νόημα όταν ταυτόχρονα δουλεύεις για το χτίσιμο της κοινής οντότητας, του κράτους δηλαδή που θα ενσωματώνει αυτούσιες τις δύο κοινότητες. Όταν όμως σταδιακά αποδομείς τη ΔΔΟ, υπονομεύεις την όποια προσπάθεια για λύση, αναλώνεσαι σε κούφια συνθήματα, ανούσια χιλιοειπωμένα ευχολόγια και ΜΟΕ για... νεκροταφεία ενώ ταυτόχρονα εκτρέφεις τον εθνικισμό και καλλιεργείς κλίμα διχόνοιας, καχυποψίας και ανταγωνισμού λες και τα κατεχόμενα είναι ήδη ένα ξεχωριστό, εχθρικό κράτος, τότε η έμφαση στον ελληνισμό αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα και στέλνει αντιφατικά μηνύματα όχι μόνο στους απέναντι (που πάνω κάτω κάνουν τα ίδια) αλλά και στον διεθνή παράγοντα -και ειδικότερα την ΕΕ- που ακόμα νομίζει ότι θέλουμε λύση (βασικά ψιλοχεσμένους μας έχουν αλλά ας όψεται το ότι κληρονόμησαν το Κυπριακό το 2004 με τις κουτοπονηριές του Τάσσου).
Δεν πιστεύω πως υπάρχει Ελληνοκύπριος που να ΜΗΝ νιώθει Έλληνας, υπάρχουν όμως αρκετοί που βάζουν τη (λαβωμένη και απαξιωμένη από πολλούς) Κυπριακή Δημοκρατία εξίσου ψηλά. Μπορείς να έχεις δύο πατρίδες και να τις αγαπάς το ίδιο, όμως προτεραιότητα έχει πάντα αυτή στην οποία ζεις και είτε το θέλουμε είτε όχι, Ελλάδα και Κύπρος είναι δύο ξεχωριστά κράτη και με διαφορετικά και κάποιες φορές αντικρουόμενα συμφέροντα (βλ. εξομάλυνση ελληνοτουρκικών σχέσεων, ηλεκτρική διασύνδεση κ.ά.). Αντιλαμβάνομαι τη γενικότερη σύγχυση (Έλληνας ή Κύπριος; ελληνικά ή κυπριακή διάλεκτος; Ένωση ή ανεξαρτησία; Εθνική ή Κρατική Ομάδα;) όμως στην τελική δεν είναι δα και πυρηνική φυσική: είμαστε Έλληνες (και Τούρκοι) που θέλουμε και κοινή πατρίδα. Αλλιώς ο δρόμος για τα δύο κράτη είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. Αλλά πείτε το. Όχι υποκριτικά πομπώδη λογύδρια για άλλα 50 χρόνια ανένδοτου μέχρι να χτίσουν πολιτική καριέρα και τα δισέγγονά σας πάνω στη ράχη των (νεκρών πια) προσφύγων.
Κι ας μην γελιόμαστε. Αν αύριο η Ελλάδα επιθυμούσε να προσαρτήσει το ανεξάρτητο ελληνοκυπριακό κρατίδιο πόσοι νομίζετε από αυτούς που νιώθουν “εθνική υπερηφάνεια” και “ρίγη συγκίνησης” θα παραχωρούσαν την εξουσία στους καλαμαράδες και από Πρόεδροι, υπουργοί και βουλευτές γινόταν... περιφερειάρχες και δήμαρχοι (που μεταξύ μας οι περισσότεροι ούτε γι’ αυτά κάνουν);
Ακριβώς. Γιατί ακόμα και η εθνική μας ψευδαίσθηση έχει τις κόκκινες γραμμές της, σωστά;