Σε ομιλία του σε Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε το Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-1959, σε συνεργασία με το Σ.Ι.Μ.Α.Ε. και τους Συνδέσμους Αγωνιστών, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 70 χρόνων από την έναρξη του Αγώνα της ΕΟΚΑ ο Πρόεδρος προέβη σε μια ανάλυση από τις διαπραγματεύσεις Μακαρίου - Χάρντινγκ στις Συμφωνίες της Ανεξαρτησίας, μιλώντας για τη διπλωματική ιστορία του Κυπριακού την περίοδο 1955-1959.
Οπως είπε, και τότε, το 1955-59 αλλά και σήμερα, τα μικρά κράτη, ειδικότερα εάν αυτά κρίνονται ως σημαντικά για τη διατήρηση διεθνών ισορροπιών λόγω γεωγραφικής θέσης ή άλλων στοιχείων, είναι απολύτως αναγκαίο να διαβάζουν και να γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τα διεθνή δεδομένα και να εργάζονται, στη βάση συγκεκριμένου πλάνου και σχεδιασμού, για ενίσχυση όλων των παραγόντων ισχύος τους, είτε εσωτερικών είτε εξωτερικών, και πλήρη αξιοποίηση όλων των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους.
"Και αυτό, είναι που πράττουμε σήμερα ως διακυβέρνηση του τόπου", ανέφερε.
Αφού ανέλυσε τους εξωτερικούς παράγοντες πριν το 1960, είπε ότι η καθοριστική επίδραση των εξωτερικών παραγόντων στην ιστορία του Κυπριακού συνεχίστηκε καταδεικνυόμενη και από το περιεχόμενο των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου το 1960 και τν βασική απαίτηση των Βρετανών για ένα θέμα που μέχρι σήμερα υπάρχει διαφορετική προσέγγιση ανάμεσα στην ΚΔ και τη Βρετανία, σε σχέση με τις Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο και την απαίτηση των Βρετανών ότι αυτές αφορούν κυρίαρχο βρετανικό έδαφος θέση την οποία δεν αποδέχεται η ΚΔ.
Ανέφερε ότι, αναζητώντας τους λόγους για τους οποίους εξωτερικοί παράγοντες ήταν καθοριστικοί στη διπλωματική ιστορία του Κυπριακού και που θεωρεί, όπως είπε, ότι υφίστανται μέχρι σήμερα, θα πρέπει να επισημάνουμε καταρχάς τη γεωγραφική θέση του νησιού σε ένα σταυροδρόμι μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας, στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Είναι κάτι που το βλέπουμε και σήμερα, σημείωσε, είναι κάτι που εάν αξιοποιήσουμε σωστά από δικής μας πλευράς είναι σημαντικό πλεονέκτημα για εξυπηρέτηση των στόχων και επιδιώξεών μας.
Ανέφερε ότι ο παράγοντας γεωγραφική θέση αποκτά ακόμα πιο μεγάλη σημασία εάν εξετασθεί σε συνάρτηση με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Η Βρετανία, είπε, όχι και τόσο Μεγάλη πια, αναζητούσε αγωνιωδώς νέο ρόλο στην εποχή της αποαποικιοποίησης και της δημιουργίας συνθηκών Ψυχρού Πολέμου. Το έργο της θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο μετά την κρίση του Σουέζ, σε άμεση συνάρτηση με το γεγονός ότι ήταν στη Μέση Ανατολή που θα επιχειρήσει η Βρετανία την ύστατη προσπάθειά της για να διατηρήσει ρόλο μεγάλης δύναμης στο νέο διεθνές σύστημα.
Η Τουρκία, είπε ο Πρόεδρος, γειτνιάζουσα με το αντίπαλον δέος, τον σοβιετικό εχθρό, και έχοντας ειδικά συμφέροντα στην Κύπρο, δεν θα μπορούσε λόγω της φυσικής της δύναμης και γεωγραφικής της θέσης να αγνοηθεί από το Λονδίνο που μετά και την αποχώρηση από το Σουέζ είχε ανάγκη από δυνατό χέρι βοηθείας στην περιοχή.
Άλλωστε, η πορεία της Άγκυρας προδήλωνε, ειδικά για τους Δυτικούς, την ολοένα αυξανόμενη επιρροή και αναβάθμιση του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή και όχι μόνο, είπε.
Από τη μελέτη της διπλωματικής ιστορίας του Κυπριακού την υπό αναφορά περίοδο, προκύπτει ξεκάθαρα ανέφερε ο Πρέοδρος, η τουρκική σταθερότητα στόχων και επιδιώξεων σε σχέση με τη μορφή και το περιεχόμενο λύσης του Κυπριακού σε αντίθεση με την πολιτική της ελληνικής πλευράς.
Διαπιστώνεται αβασάνιστα, ανέφερε, η προσήλωση της Άγκυρας σε ξεκάθαρους στόχους για την εκπλήρωση των οποίων κατά τρόπο συνεπή εργάζεται. Είπε ότι από το 1956 και εντεύθεν (προσέγγιση Νιχάτ Ερίμ) γίνεται σαφές ότι στόχος της Τουρκίας είναι η διχοτόμηση, για αυτό και όλες οι αποφάσεις και ενέργειες, τόσο της Άγκυρας όσο και της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων, απολύτως συντονισμένα, αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου στόχου.
"Η προσπάθεια είναι σταδιακή και διακρίνεται μία κλιμάκωση ως προς τις απαιτήσεις αναλόγως των συγκυριών, του ρόλου και του βαθμού εξάρτησης του Λονδίνου από την Άγκυρα, ενώ διακρίνεται ευελιξία αλλά και ευρηματικότητα ως προς τις τεχνικές σταδιακής προσέγγισης του απώτερου στόχου που είχε τεθεί επίσημα το 1956", είπε ο Πρόεδρος.
Κλασικό παράδειγμα του τρόπου που με επιμονή και σταθερότητα η Άγκυρα επιχείρησε να πετύχει τον στόχο της, συνέχισε, θα αποτελέσει το θέμα των χωριστών δημοτικών αρχών που δεν έπαψε να εγείρεται στις κατά καιρούς συνομιλίες και διαβουλεύσεις στο πλαίσιο προταθέντων σχεδίων λύσης όχι μόνο κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ αλλά και ακόμα και μετά το 1960.
Η δημιουργία, εξάλλου, είπε, χωριστών δημοτικών αρχών θα επέτρεπε στην Άγκυρα να προωθήσει τα διχοτομικά της σχέδια για την Κύπρο, προσφέροντας το αναγκαίο γεωγραφικό υπόβαθρο για επίτευξη του στόχου της. "Με το στοιχείο του γεωγραφικού διαχωρισμού της Κύπρου να απουσιάζει" ανέφερε, η Άγκυρα θα έπρεπε να εργασθεί ώστε να κατορθώσει σταδιακά να δημιουργήσει διαιρετικούς μηχανισμούς στη βάση του λαού και της κοινωνίας. Η τοπική αυτοδιοίκηση, λοιπόν, είπε ο Πρόεδρος, αποτέλεσε το ιδανικό πεδίο για αποτελεσματική, διαιρετική, δράση από πλευράς Τουρκίας.
"Και ως εκ τούτου οι χωριστοί δήμοι από το 1958 και εντεύθεν, δεν απουσιάζουν από κανένα κατάλογο των προτεραιοτήτων της Τουρκίας σε σχέση με τη διευθέτηση του Κυπριακού και τις συνομιλίές που βρίσκονταν σε εξέλιξη", επεσήμανε
Ο Πρόεδρος είπε ότι "στην αντίπερα όχθη, δυστυχώς - είναι ένα επιστημονικό συνέδριο έπειτα από 70 χρόνια και οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς - Ελληνοκύπριοι και Ελλάδα, θα παραμείνουμε για χρόνια σε μια νεφελώδη κατάσταση, κάπου μεταξύ του ευκταίου και του εφικτού, του διακαούς πόθου και της ψυχρής πραγματικότητας".
"Σε αντίθεση με τον ξεκάθαρο στόχο της Άγκυρας και τις επίμονες, καλά σχεδιασμένες και συστηματικές προσπάθειες αν όχι για άμεση υλοποίησή του, αλλά για σταδιακή δημιουργία του κατάλληλου υπόβαθρου, Αθήνα και Λευκωσία αμφιταλαντεύονται συνεχώς, με αποτέλεσμα τις περισσότερες των περιπτώσεω τα ίδια τα γεγονότα να ξεπερνούν τους στόχους, επιβάλλοντας τα γεγονότα αλλαγή πλεύσης και πορείας", είπε ο Πρόεδρος Χριστοδυλίδης.
Ειδικότερα, ανέφερε, "η ελλαδική πλευρά θα οδηγηθεί σε αλλεπάλληλες αλλαγές στόχων και κατασπατάληση μέσων, διπλωματικών και άλλων, επειδή θα αφήνεται να σύρεται από τα γεγονότα ανήμπορη να θέσει ψύχραιμα τον σκοπό της, μέσα σε πνεύμα ρεαλισμού και επίγνωσης των επιρροών από τις διεθνείς εξελίξεις και δεδομένα, πριν τα ίδια τα γεγονότα να υποχρεώσουν αλλαγή πλεύσης".
"Ολοκληρώνω, λέγοντας ότι με το βασικό συμπέρασμα της εισήγησής μου να είναι ο καθοριστικός ρόλος που διαδραμάτισαν εξωτερικοί παράγοντες στη διπλωματική ιστορία του Κυπριακού την υπό αναφορά περίοδο, δεν επιθυμώ, σε καμία των περιπτώσεων να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Ελληνική πλευρά ήταν ανήμπορη ή ότι ο ρόλος και οι ενέργειές της ήταν άνευ σημασίας αφού το περιεχόμενο του όποιου σχεδίου λύσης του Κυπριακού, έτσι και αλλιώς θα αποτελούσε προϊόν διεθνοπολιτικών δεδομένων εις βάρος των ιδίων συμφερόντων", υπογράμμισε.
Παράγοντες, είπε, όπως οι ξεκάθαρες θέσεις, η σταθερότητα στόχων και επιδιώξεων, η αποφυγή ενεργειών που συγκρούονται με τα περιφερειακά και διεθνή δεδομένα, η προσπάθεια ταύτισης συμφερόντων με τις δυνάμεις της εποχής, οι άριστες σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας σε επίπεδο ουσίας και όχι σε επίπεδο ανακοινωθέντων Τύπου, θα μπορούσαν σίγουρα, αν όχι να εξουδετερώσουν, τουλάχιστον να μετριάσουν την επίδραση τέτοιων παραγόντων, καταλήγοντας στην ουσία στην αξιοποίηση μιας πρωτοβουλίας που παρόλο που μπορεί να είχε αλλότριο σκοπό, αλλά θα μπορούσε υπό κάποια δεδομένα να καταλήξει σε ευκαιρία για τη συγκριτικά πιο αδύνατη πλευρά, ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη και τον πετυχημένο αγώνα της ΕΟΚΑ, που ενίσχυε τη διπλωματική μας φαρέτρα.


