Μια μεγάλη διεθνής μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο The Journal of Pain, συμπεριέλαβε περισσότερους από 700 ασθενείς. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι δεν βιώνουν όλοι τον θυμό με τον ίδιο τρόπο. Οι ερευνητές εντόπισαν τέσσερα διαφορετικά «προφίλ θυμού», τα οποία περιγράφουν το πώς οι άνθρωποι νιώθουν, εκφράζουν και διαχειρίζονται αυτό το συναίσθημα, αλλά και το πόσο έντονα αισθάνονται ότι αδικούνται από την κατάστασή τους.
Η μελέτη και τα 4 προφίλ θυμού
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Stanford, το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και το Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ εξέτασαν περισσότερους από 700 ενήλικες που αναζητούσαν θεραπεία για χρόνιο πόνο διαφόρων αιτιών.
Χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που ονομάζεται ανάλυση λανθανόντων προφίλ (latent profile analysis), εντόπισαν τέσσερα διαφορετικά «προφίλ θυμού». Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά:
- Τα άτομα με υψηλά επίπεδα θυμού σε συνδυασμό με έντονο αίσθημα αδικίας παρουσίαζαν τη χειρότερη εικόνα πόνου.
- Ανέφεραν μεγαλύτερη ένταση πόνου, εκτεταμένες ενοχλήσεις στο σώμα, αλλά και σοβαρότερη λειτουργική αναπηρία και συναισθηματική επιβάρυνση.
- Όσοι κατάφερναν να διαχειρίζονται καλύτερα τον θυμό τους και δεν εγκλωβίζονταν στην πικρία, είχαν σημαντικά καλύτερη πορεία με την πάροδο του χρόνου.
Τι λένε οι επιστήμονες
«Ο θυμός δεν είναι από τη φύση του κακός», εξηγεί ο Δρ. Gadi Gilam, επικεφαλής της μελέτης και διευθυντής του εργαστηρίου Μεταφραστικής Κοινωνικής, Γνωστικής και Συναισθηματικής Νευροεπιστήμης (tSCAN) στο Ινστιτούτο Βιοϊατρικής και Οδοντιατρικής Έρευνας του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ.
«Είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο συναίσθημα, που όταν ρυθμίζεται σωστά μπορεί να συμβάλει στη συναισθηματική ισορροπία και στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν όμως συνδυάζεται με αίσθημα αδικίας, μπορεί να παγιδεύσει το άτομο σε έναν φαύλο κύκλο ψυχικής και σωματικής οδύνης, ενισχύοντας τον χρόνιο πόνο», σημειώνει.
Πρώιμοι δείκτες κινδύνου
Οι ερευνητές παρακολούθησαν στη συνέχεια 242 συμμετέχοντες για περίπου πέντε μήνες και διαπίστωσαν ότι τα προφίλ θυμού μπορούσαν να προβλέψουν την πορεία του πόνου, ακόμη και όταν συνυπολογίστηκαν το άγχος και η κατάθλιψη.
Αυτό ανοίγει τον δρόμο για τη χρήση αυτών των συναισθηματικών μοτίβων ως πρώιμων «δεικτών κινδύνου», ώστε οι γιατροί να εντοπίζουν εγκαίρως ποιοι ασθενείς κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν μακροχρόνιο και σοβαρό χρόνιο πόνο.
Σύμφωνα με τον Δρ. Gilam, ο τρόπος με τον οποίο οι ασθενείς αντιλαμβάνονται τον πόνο τους είναι εξίσου σημαντικός με τα ίδια τα βιολογικά αίτια. «Ιδιαίτερα το αν ο πόνος βιώνεται ως άδικος παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του», τονίζει.
Όπως επισημαίνει, η επιστήμη ακόμη δεν διαθέτει ξεκάθαρες απαντήσεις: «Δεν έχουμε πλήρη εικόνα της νευροβιολογίας του χρόνιου πόνου και δεν υπάρχει ένα απλό χάπι για τη θεραπεία του. Η ενσωμάτωση της αξιολόγησης του θυμού και του αισθήματος αδικίας στη θεραπεία μπορεί να βελτιώσει ουσιαστικά τα αποτελέσματα».
Η μελέτη αναδεικνύει και τη σημασία θεραπειών που στοχεύουν στη συναισθηματική πλευρά του πόνου, όπως η Θεραπεία Συναισθηματικής Επίγνωσης και οι παρεμβάσεις βασισμένες στη συμπόνια, τονίζοντας ότι η αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου δεν αφορά μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή.
Συμπέρασμα
Τα ευρήματα της μελέτης στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ο χρόνιος πόνος δεν είναι μόνο σωματικός, αλλά και βαθιά συναισθηματικός. Ο θυμός και το αίσθημα αδικίας δεν λειτουργούν απλώς ως συνοδά συναισθήματα, αλλά μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την ένταση και τη διάρκεια της οδύνης. Η επιστήμη, πλέον, δείχνει πως η ουσιαστική αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου περνά μέσα από μια ολιστική προσέγγιση που φροντίζει όχι μόνο το σώμα, αλλά και τον άνθρωπο συνολικά.
ΠΗΓΗ: ygeiamou.gr