Ο θάνατος του Ανδρέα Αριστοδήμου, άλλως Γιουρούκκη, σε ηλικία 55 ετών από σπάνια πάθηση, μοιραία φέρνει στο προσκήνιο τα εγκλήματά που είχε διαπράξει τέλη του 1986 και αρχές του 1987...
Του Φάνη Μακρίδη
Ο δε φόνος που σημειώθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1987 είχε συγκλονίσει όλη την Κύπρο προκαλώντας αποτροπιασμό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πέθανε ο «Γιουρούκκης»
Η καταδίκη του Γιουρούκκη, ήταν προϊόν μαρτυρίας του συνεργού του Νίκου Νικολάου. Ο τελευταίος είχε δώσει μαρτυρία για την δολοφονία σε βάρος της Μαίρης Τελώνη, μητέρας ενός κοριτσιού (15/01/1987). Ο Νικολάου βοήθησε τις Αρχές να διαλευκανθεί και η υπόθεση με τον φόνο και τη ληστεία σε βάρος του Αρμένιου Αρτίν Μπαχατουριάν, καλλιτεχνικού πράκτορα σε νυκτερινά μαγαζιά (01/11/1986).
Οι λεπτομέρειες για τον φόνο της Τελώνη, προκαλούν ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά...
Τα όσα του καταλόγισε ο συνεργός του Νίκος Νικολάου, συνθέτουν το προφίλ ενός ανθρώπου που δεν είχε τύψεις για τα όσα έκανε. Ενός ανθρώπου που είχε βάλει ως στόχο να οικειοποιηθεί ξένα χρήματα με όποιο κόστος.
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε στον Νικολάου, όταν τον είχε ρωτήσει γιατί πυροβόλησε την Μαίρη Τελώνη. Παραθέτουμε τη στιχομυθία σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νικολάου:
- «Γιατί την έπαιξες»
- «Έφκαλέ μου τη μάσκα τζιαί εδάκασε με πασ’ στο σιέρι».
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι το 2012 αποφυλακίστηκε, αφού η επιτροπή του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Επ' Αδεία αποδέχθηκε ότι στην 26χρονη κράτησή του, ο «Γιουρούκκης» έδειξε σωστή συμπεριφορά αφού παραδέχθηκε τα λάθη του, επέστρεψε στο Θεό και αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε.
Πιο κάτω, παρουσιάζουμε τα παραδεκτά γεγονότα από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού που καταδίκασε τον Γιουρούκκη για τον φόνο της Τελώνη:
«Μετά το μεσημέρι της επομένης 15/1/87 ο Κατηγορούμενος έφερε τη μοτοσυκλέττα του στο γκαράζ του μάρτυρα για επιδιορθώσεις όπου και η μοτοσυκλέττα είχε αποσυναρμολογηθεί μέχρι τις 4.30. Το βράδυ της ίδιας μέρας μεταξύ 5.30 και (6:00 ο Νικολάου περίμενε στο μέρος του ραντεβού και ο Κατηγορούμενος έφτασε πεζός κρατώντας ένα πλαστικό μαύρο δοχείο στο οποίο περιείχετο βενζίνη, το οποίο και απέκρυψε σε σωρό από χώματα και πέτρες απ' όπου προηγουμένως είχε δώσει στο μάρτυρα κρυμμένο παντελόνι πράσινο και τρικό γκρίζο για να φορέσει κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Τα δυο άτομα ξεκίνησαν για τη Λεμεσό με το αυτοκίνητο ΗΥ 789, κατόπιν δε οδηγιών του Κατηγορούμενου, ο μάρτυρας τον οδήγησε σε χωματόδρομο προς το φράκτη Αθαλάσσας όπου και σταμάτησε. Ο Κατηγορούμενος κατέβηκε από το αυτοκίνητο μόνος και επέστρεψε σε 5 περίπου λεπτά κρατώντας μια μεγάλη κίτρινη τσάντα, η οποία είναι τεκμήριο στο Δικαστήριο. Η διαδρομή συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της ο μάρτυρας τον ρώτησε τι περιείχε η τσάντα και ο Κατηγορούμενος είπε ότι ήταν κάτι για την ασφάλεια τους, όταν δε άνοιξε την τσάντα έβγαλε από μέσα ένα αυτόματο όπλο τύπου καλασνίκωφ. Η τσάντα δε όπως αντελήφθηκε ο Νικολάου περιείχε και άλλα αντικείμενα. Σε κάποιο στάδιο της διαδρομής το αυτοκίνητο σταμάτησε να προχωρά και, όπως ο Νικολάου ανάφερε, υποψιάστηκε ότι πιθανό να είχε μπει υγρασία στο διανομέα λόγω του ότι στο δρόμο του φράκτη της Αθαλάσσας υπήρχαν νερά. Όταν άνοιξε τη μηχανή διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο για υγρασία. Καθάρισε το διανομέα και το αυτοκίνητο ξαναξεκίνησε. Μέχρις ότου φθάσουν στη Λεμεσό το ίδιο συνέβηκε ακόμα μια φορά. Όταν έφθασαν στη Λεμεσό στην περιοχή Λινόπετρας ο Κατηγορούμενος του έδωσε οδηγίες από πού να περάσει και του έδειξε το σπίτι της γυναίκας που θα λήστευαν, πρόσεξαν όμως ότι έξω από το σπίτι της υπήρχε αυτοκίνητο σταματημένο και άλλο μέσα στο γκαράζ και αντελήφθηκαν ότι πρέπει η γυναίκα να είχε επισκέπτες. Ως εκ τούτου οδήγησαν το αυτοκίνητο στην αυλή παρακείμενου σχολείου, το στάθμευσαν και έσβησαν τα φώτα. Η σκηνή της οικίας του θύματος Μαίρης Τελώνη, του σχολείου και η γύρω περιοχή φαίνονται σε σχέδια και φωτογραφίες που έχουν κατατεθεί ενώπιον μας σαν τεκμήρια.
Κατηγορούμενος και μάρτυρας κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, παίρνοντας την τσάντα με τον οπλισμό. Ο Κατηγορούμενος κρατούσε το αυτόματο όπλο που αφαίρεσε από την τσάντα και φορώντας μάσκες και γάντια κουζίνας προχώρησαν προς την πίσω πλευρά του σπιτιού της Μαίρης Τελώνη. Εκεί διαπίστωσαν πράγματι ότι υπήρχαν επισκέπτες διότι ακούονταν ομιλίες, ο δε μάρτυρας είπε στον Κατηγορούμενο ότι εν όψει του γεγονότος τούτου θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την επιχείρηση τους, αλλά ο Κατηγορούμενος εισηγήθηκε να περιμένουν. Μετά από αυτό επέστρεψαν κάτω από δέντρο που βρισκόταν έξω από το περίφραγμα της αυλής του σχολείου. Ο Κατηγορούμενος ξαναπήγε στο σπίτι και επέστρεψε λέγοντας ότι οι επισκέπτες έφυγαν. Ο μάρτυρας αντιλήφθηκε και το αυτοκίνητο που βρισκόταν έξω από το σπίτι της Τελώνη να αναχωρεί και μαζί ξαναεπέστρεψαν στο σπίτι της Τελώνη. Ο Κατηγορούμενος του ζήτησε να κτυπήσει την πίσω πόρτα της κουζίνας και του είπε όταν η γυναίκα ανοίξει να βάλει το πόδι του για να εμποδίσει κλείσιμο της πόρτας για να ορμήσουν μέσα. Όταν κτύπησε την πόρτα όμως η γυναίκα δεν άνοιξε. Ενώ βρίσκονταν στην αυλή άκουσαν το τηλέφωνο να κτυπά και ο μάρτυρας παρακίνησε τον Κατηγορούμενο και πάλι να φύγουν, εκείνος όμως εισηγήθηκε να παν από την μπροστινή πόρτα, το οποίο και έκαμαν. Ενώ ο Κατηγορούμενος ετοιμαζόταν να ανεβεί στη βεράντα άνοιξε η μπροστινή πόρτα και εμφανίστηκε μια γυναίκα, μόλις όμως είδε τον Κατηγορούμενο με το όπλο και τη μάσκα έκλεισε αμέσως την πόρτα και άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Ο μάρτυρας φοβήθηκε και έφυγε τρέχοντας προς το αυτοκίνητο που ήταν μέσα στην αυλή του σχολείου, προτού όμως μπει στο αυτοκίνητο άκουσε γυαλιά να σπάζουν και μετά από λίγο αριθμό πυροβολισμών. Ξεκίνησε το αυτοκίνητο του, έκαμε ένα κύκλο μέσα στην αυλή του σχολείου για να βγει από την έξοδο αλλά έκαμε λάθος και βρέθηκε σε αδιέξοδο μεταξύ των κτιρίων και του κήπου του σχολείου. Με πισινή ταχύτητα βγήκε από το αδιέξοδο και την ώρα εκείνη είδε τον Κατηγορούμενο να τρέχει προς το μέρος του κρατώντας στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο τη μάσκα. Άνοιξε την μπροστινή πόρτα και έκατσε δίπλα του. Ο μάρτυρας τον ρώτησε "γιατί την έπαιξες"; και αυτός του απάντησε "έβγαλε μου· τη μάσκα και εδάγκωσε με πάνω στο χέρι". Μόλις βγήκε από την αυλή του σχολείου πρόσεξε πίσω του φώτα αυτοκινήτου που τους καταδίωκε και ο Κατηγορούμενος αμέσως έβγαλε το κορμί του έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και προτάσσοντας το όπλο έριξε μια ριπή προς τα πίσω. Ο μάρτυρας οδήγησε το αυτοκίνητο μακρυά από τη σκηνή και προς τον παραλιακό δρόμο της Λεμεσού και μετά στο νέο δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής της επιστροφής το αυτοκίνητο χάλασε και πάλι μερικές φορές ώσπου στο τέλος, κοντά στη γέφυρα του Ψεματισμένου ήταν αδύνατο να επιδιορθωθεί. Ως αποτέλεσμα, Κατηγορούμενος και μάρτυρας πήδηξαν το περίφραγμα του νέου δρόμου και σε κάποιο σημείο μέσα στα χωράφια άλλαξαν τα ρούχα τους, τα εβάλαν στην γκρίζα τσάντα που κρατούσε ο μάρτυρας και επέστρεψαν στο δρόμο όπου σταμάτησαν διερχόμενο ταξί το οποίο τους μετάφερε στη Λευκωσία. Μέσα στο ταξί ο μόνος που μιλούσε και ζήτησε και τσιγάρο από τον οδηγό ήταν ο Μ.Κ. 1, Νικολάου, ενώ ο Κατηγορούμενος παράμεινε σιωπηλός. Μετά τα φώτα της βιομηχανικής περιοχής Στροβόλου ο Κατηγορούμενος έκαμε νόημα στο μάρτυρα να πει στον οδηγό του ταξί να τους αφήσει ο οποίος και τους άφησε εκεί. Αφού και πάλι πέρασαν πάνω από το περίφραγμα του δρόμου και μέσα από τα χωράφια έφθασαν στο σημείο όπου προηγουμένως ο Κατηγορούμενος είχε αφήσει το δοχείο με τη βενζίνη και αφού έβαλαν όλα τα ρούχα που φορούσαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης καθώς και τα παπούτσια σε σωρό, τα περίβρεξε ο Κατηγορούμενος με τη βενζίνη που περιείχετο στο πιο πάνω δοχείο, έριξε και το δοχείο πάνω από το σωρό και άναψε τη βενζίνη για να τα κάψουν. Ευθύς μόλις άναψε η φωτιά και οι δυο αναχώρησαν από τη σκηνή και πήγαν σε περιοχή κοντά στο συνοικισμό Στροβόλου όπου έκρυψαν τις τσάντες κάτω από θάμνους. Ο μάρτυρας Νικολάου εξέφραζε διαρκώς την ανησυχία του ότι κάποιος θα πρέπει να είχε πάρει τον αριθμό του αυτοκινήτου τους και ότι θα τους εύρισκε η αστυνομία, πράγμα το οποίο πίστευε ακόμα περισσότερο μετά που πρόσεξε ότι στην είσοδο της Λευκωσίας ενώ έρχονταν με το ταξί υπήρχαν ένοπλοι αστυνομικοί οι οποίοι έλεγχαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Για να καθησυχαστεί ο Νικολάου ο Κατηγορούμενος του εισηγήθηκε να τηλεφωνήσουν στο σπίτι του και στης αρραβωνιαστικιάς του για να δουν αν τους εζήτησε καθόλου η αστυνομία. Δοκίμασε από θάλαμο στο συνοικισμό Στρόβολος, αλλά ήταν χαλασμένος και έτσι πήγαν σε άλλο θάλαμο απ' όπου ο μάρτυρας τηλεφώνησε στο σπίτι του. Το τηλέφωνο δεν απαντήθηκε και έτσι υποψιάστηκε ότι η μητέρα του θα κοιμόταν. Ακολούθως τηλεφώνησε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του Κατηγορούμενου και ζήτησε τον ίδιο. Εκείνη του είπε ότι δεν ήταν μέσα και τον ρώτησε αν δεν ήταν μαζί του διότι της είχε πει προτού φύγει από το σπίτι ότι θα τον συναντούσε. Επίσης τον πληροφόρησε ότι τον ζήτησε και κάποιος Κοτσώνης. Μετά τα τηλεφωνήματα πήγαν προς το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του Κατηγορούμενου και καθ' οδόν ο τελευταίος εισηγήθηκε, για να καθησυχάσει τον Νικολάου, να βρουν αυτοκίνητο για να ρυμουλκήσουν το ΗΥ 789. Ο Κατηγορούμενος του είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι να κάμει μπάνιο και επειδή ο μάρτυρας θα χρειαζόταν τουλάχιστον 20 λεπτά για να πάει στο σπίτι του συνέταιρου του να φέρει αυτοκίνητο συμφώνησαν να συναντηθούν σε μισή ώρα στο χωράφι έξω από το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του Κατηγορούμενου για να ρυμουλκήσουν το αυτοκίνητο. Ακολούθως ο μάρτυρας πήγε στο σπίτι του συνέταιρου και του πατέρα του όπου τον πληρφόρησαν ότι τον είχε γυρέψει η αστυνομία. Τότε ο μάρτυρας τους είπε να ειδοποιήσουν την αστυνομία να έλθουν να τον πάρουν».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Απόφαση-Σοκ από το Ηνωμένο Βασίλειο: Με ηλεκτρονική Visa η είσοδος στη χώρα
• Τέσσερα πράγματα που ποτέ δεν πρέπει να αναζητήσεις στην Google - Ο λόγος
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις