Πασχαλινά παραδοσιακά παιχνίδια στην Κύπρο: Από το «Αππήησεν ο Κάμηλος» μέχρι ...το «Σχοινί»
21.04.2025 - 07:20
Τις ημέρες του Πάσχα, οι δρόμοι και τα σπίτια στην Κύπρο γεμίζουν με χρώματα, αρώματα και ήχους από παιδικά γέλια. Μαζί με τις θρησκευτικές τελετές και τις οικογενειακές συναντήσεις, τα παραδοσιακά πασχαλινά παιχνίδια αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι των εορταστικών εκδηλώσεων, προσφέροντας στους νέους μια ευκαιρία για διασκέδαση, συνεργασία και δημιουργικότητα.
Τα πασχαλινά παιχνίδια, που έχουν τις ρίζες τους σε παλιές κυπριακές παραδόσεις, συνδέονται στενά με την αναγέννηση και την ελπίδα που φέρνει η γιορτή της Ανάστασης. Τα παιδιά, καθώς και οι μεγαλύτεροι, συμμετέχουν σε διάφορες δραστηριότητες που συχνά μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και κρατούν ζωντανές τις παραδόσεις και τις αξίες της Κύπρου, συνδυάζοντας την ευχαρίστηση με την κοινωνικοποίηση.
Οι γονείς και οι παππούδες συμμετέχουν ενεργά, μεταδίδοντας τις παραδόσεις και τις αξίες στους νεότερους.
Τα πιο δημοφιλή κυπριακά Πασχαλινά παιχνίδια
Το Αυγό: Η βαφή και το «τσούγκρισμα» των αυγών είναι ίσως το πιο διάσημο παιχνίδι του Πάσχα. Οι συμμετέχοντες προσπαθούν να σπάσουν το αυγό του αντιπάλου τους με το δικό τους, ο νικητής κερδίζει το παιχνίδι.
Ο Ζαχαροπλάστης: Σε πολλές περιοχές, οι οικογένειες διοργανώνουν έναν διαγωνισμό παρασκευής παραδοσιακών γλυκών, όπως το τσουρέκι και τα πασχαλινά κουλουράκια. Τα παιδιά συμμετέχουν στην προετοιμασία των γλυκισμάτων, ενώ η διαδικασία γίνεται ένα παιχνίδι φαντασίας και δημιουργικότητας.
Οι κρυμμένοι Θησαυροί: Πολλές οικογένειες οργανώνουν κυνηγητό θησαυρού στον κήπο ή σε ανοιχτό χώρο, με τον θησαυρό να είναι συχνά κρυμμένα πασχαλινά αβγά ή μικρές λιχουδιές. Αυτό το παιχνίδι ενδυναμώνει τη συνεργασία και την ομαδικότητα, ενώ παράλληλα ενθουσιάζει τους μικρούς συμμετέχοντες.
Kάποια από τα παραδοσιακά παιχνιδια περιλαμβάνονται στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου της Unesco:
Αυγουλλοδρομίες: Οι παίχτες τρέχουν μια ορισμένη διαδρομή κρατώντας με το στόμα τους ένα κουτάλι στο οποίο τοποθετείται ένα (ψημένο) αυγό. Σκοπός είναι να φτάσουν στο τέρμα χωρίς να πέσει κάτω το αυγό.
Αππήησεν ο Κάμηλος: Οι παίχτες χωρίζονται σε δυο ομάδες των πέντε έως εφτά μελών. Ένας επιπλέον παίχτης αναλαμβάνει να διαδραματίσει, εκτός ομάδων, το σταθερό θεμέλιο του παιχνιδιού. Γίνεται κλήρωση μεταξύ των ομάδων για να κατανεμηθούν αρχικά οι δυο ρόλοι, του κάμηλου και του καμηλάρη. Ο παίχτης-θεμέλιο ακουμπά με την πλάτη σε σταθερό σημείο (τοίχο, στύλο κ.τ.ό.), με το κορμί του σε αμβλεία γωνία, με τρόπο που να μη γλιστρά, ή απλά κάθεται σε μια καρέκλα. Οι παίχτες της ομάδας που κληρώθηκε για καμηλάρης έρχονται και σχηματίζουν μια ράχη μπροστά από τον παίχτη-θεμέλιο. Δηλαδή, ο πρώτος ακουμπώντας το κεφάλι του στην κοιλιά του θεμέλιου σχηματίζει με το σώμα του ορθή γωνία με διεσταλμένα τα σκέλη του, ενώ με τα χέρια του κρατά γερά τη μέση του θεμέλιου, ο δεύτερος τοποθετεί το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλη του πρώτου και σχηματίζει επίσης ορθή γωνία και μεγάλο διασκελισμό, ενώ κρατιέται γερά αγκαλιάζοντας τα σκέλη του προηγούμενου, το ίδιο κάνουν και όλα τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Όταν σχηματιστεί και στερεωθεί ο καμηλάρης, τα μέλη της ομάδας του κάμηλου παίρνουν σειρά και με μεγάλα άλματα σκαρφαλώνουν στη ράχη του καμηλάρη αγκαλιάζοντας το σώμα του συμπαίχτη πάνω στον οποίο βρέθηκαν. Κάθε παίχτης οφείλει να παραμείνει εντελώς ακίνητος στο σημείο που σκαρφάλωσε. Δε δικαιούται να βελτιώσει με οποιοδήποτε τρόπο τη θέση του. Πρέπει, εξάλλου, να φροντίσουν να χωρέσουν όλοι. Για λόγους στρατηγικής μπορούν να συμφωνήσουν να σκαρφαλώσουν πολύ πυκνά ή πολύ αραιά, ανάλογα με τα αδύνατα σημεία του καμηλάρη. Όταν σκαρφαλώσει και ο τελευταίος μετρούν σε ρυθμό δευτερολέπτων ίσαμε το δέκα και κατεβαίνουν. Τα μέλη της ομάδας του καμηλάρη δικαιούνται να κινούν το σώμα τους, όχι όμως και να μετακινούν τα πόδια τους από την αρχική θέση που παίρνουν. Αν η ομάδα του καμηλάρη αντέξει το σκαρφάλωμα των άλλων στη ράχη που σχημάτισε και δε διαλυθεί και δε σωριαστεί κάτω, οπότε υποχρεούται να παραμείνει καμηλάρης, έχει πιθανότητα −εφόσον χάσει η καμήλα− να νικήσει και να μετατραπεί σε καμήλα, οπότε το παιχνίδι υποχρεωτικά επαναλαμβάνεται. Για να γίνει, όμως καμηλάρης η ομάδα που ήταν καμήλα, πρέπει ολόκληρη ή κάποιο μέλος της να πέσει από τη ράχη κατά τη διάρκεια του σκαρφαλώματος ή στα δέκα δευτερόλεπτα του μετρήματος. Αν με το πέρασμα και των δέκα δευτερολέπτων η καμήλα βρίσκεται ακόμα σκαρφαλωμένη, ο καμηλάρης θεωρείται ότι εξέπνευσε!
Βάτραχος: Για αυτό το παιχνίδι σχεδιάζεται ένας βάτραχος στο έδαφος και μπροστά από το βάτραχο σχεδιάζεται μια γραμμή. Το παιχνίδι αυτό παίζεται μόνο από άνδρες τόσο από ελεύθερους όσο και από παντρεμένους. Οι διαγωνιζόμενοι κάθονται σε στάση βατράχου και ένας-ένας από το σημείο της γραμμής κάνει το σάλτο του βατράχου. Εκείνος που θα καταφέρει να πάει πιο μακριά αναδεικνύεται και ο νικητής.
Γαουροδρομίες: Τα γαϊδούρια με τους αναβάτες τους τρέχουν από το σημείο εκκίνησης μέχρι το καθορισμένο τέρμα. Όποιος φτάσει πρώτος στο τέρμα είναι και ο τελικός νικητής.
Γέμισμα της στάμνας: Στο παιχνίδι αυτό συμμετείχαν μόνο κοπέλες οι οποίες μαζεύονταν περίπου 50-70 μέτρα μακρυά από το κεντρικό σημείο που γέμιζαν νερό, κάποιος έδινε το σύνθημα για να τρέξουν να γεμίσουν τις στάμνες, όποια τη γέμιζε πρώτη και επέστρεφε πίσω αυτή έπαιρνε και το βραβείο.
Το Διτζιήμιν: Ήταν ένα παιχνίδι για τους πιο δυνατούς άντρες του χωριού, που με τη σημερινή ορολογία θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο αγώνισμα «της άρσης βαρών», και παίζονταν στο προαύλιο της εκκλησίας στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές και πανηγύρεις. Το «διτζιήμιν» ( από το αρχ. Δοκίμιον<δοκιμάζω = μέτρο δοκιμασίας της σωματικής δύναμης του καθενός που συμμετείχε στο παιχνίδι) ήταν μια μεγάλη πέτρα, βάρους 100 περίπου οκάδων, που προερχόταν ή από τον ποταμό ή από τα θραύσματα παλιάς μυλόπετρας , η οποία βρισκόταν ακουμπισμένη συνήθως στην αυλή της εκκλησιάς και χωρούσε στην αγκαλιά ενός γεροδεμένου άντρα. Στο παιχνίδι έπαιρναν μέρος όσοι ήθελαν. Κάθε παίχτης, ανάλογα με τη σειρά που θα κληρωνόταν, καλείτο να σηκώσει στην αγκαλιά του αυτή την πέτρα και κρατώντας την να κάνει όσα βήματα μπορούσε. Όποιος μετακινούσε την πέτρα μακρύτερα ήταν και ο νικητής του παιχνιδιού. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου αρκετά ρωμαλέοι άντρες σήκωναν το διτζιήμιν μέχρι το στήθος τους, το φόρτωναν στους ώμους τους και το έριχναν προς τα πίσω. Απ’ αυτή την κίνηση προήλθε η λαϊκή φράση «έσυρέν το του νώμου του».
Ζίζυρος με καπέλο: Το παιχνίδι παίζονταν από δυο παιδιά. Το ένα στεκόταν όρθιο βάζοντας την παλάμη του αριστερού χεριού του ανοιχτή στη δεξιά πλευρά του προσώπου του έτσι ώστε να κρύβει εντελώς το δεξί του μάτι και να μη βλέπει ό,τι ερχόταν από τα δεξιά ή από πίσω του. Το άλλο παιδί στέκονταν πίσω του και χτυπούσε με την παλάμη του δεξιού ή αριστερού του χεριού την παλάμη του συμπαίχτη του. Έπειτα εμφανιζόταν μπροστά από το πρώτο παιδί λέγοντας τη φράση «μπιζζζζζ!!!! ποιο χέρι σε χτύπησε;» και καλούσε το συμπαίχτη του να μαντέψει με ποιο χέρι τον χτύπησε, το δεξί ή το αριστερό. Αν το έβρισκε άλλαζαν ρόλους τους. Αν όχι, το πρώτο παιδί εξακολουθεί να δέχεται τα χτυπήματα για δεύτερη ή και τρίτη φορά και το παιχνίδι συνεχίζεται. Το παιχνίδι παραδίδεται και με άλλες παραλλαγές σε άλλα χωριά της Κύπρου.
Ζίζυρος: Ένας παίχτης στέκεται όρθιος με την αριστερή παλάμη ανοικτή κάτω από τη δεξιά μασχάλι καιμε το δεξί χέρι καλύπτει με την παλάμη το δεξί μάτι για να μη βλέπει πίσω. Οι άλλοι είναι πίσω του σε μικρή απόσταση και ένας από όλους τον κτυπά στην αριστερή παλάμη. Μετά το κτύπημα γυρίζει αμέσως πίσω με σκοπό να μαντέψει ποιός τον κτύπησε. Τότε όλοι μαζί για να τον παραπλανήσουν σηκώνουν το δεξί τους δείκτη κάνοντας τον γνωστό ήχο του ζίζυρου ζζζζζζζζ.... Αν τον βρει κάθεται στη θέση του διαφορετικά συνεχίζει το ίδιο μέχρι να τον βρει.
Το Λιγκρίν: Ήταν ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι που παίζονταν από δύο ή περισσότερα άτομα, αρκετά διασκεδαστικό, κυρίως όσον αφορούσε την τιμωρία που επιβάλλονταν στους ηττημένους. Πήρε το όνομά του από το «λιγκρίν», που ήταν το κύριο μέσο με το οποίο παιζόταν το παιχνίδι. Έπαιρναν ένα κομμάτι γερό ξύλο, μήκους 30 εκατοστών και διαμέτρου 2-3 εκατ. και το τοποθετούσαν από τις άκρες του πάνω σε δυο ισοϋψείς πέτρες, ύψους 25 περίπου εκατοστών, οι οποίες απείχαν μεταξύ τους 20 εκατοστά. Το ξύλο ονομάζονταν λιγκρίν και οι πέτρες νήσκια, από τη νησκιά, δηλαδή την εστία, τον τόπο που άναβαν φωτιά στις αυλές των σπιτιών για να μαγειρέψουν το φαγητό και η οποία ήταν κατά την παράδοση το κέντρο της οικογενειακής εστίας. Στη συνέχεια οι διαγωνιζόμενοι έμπαιναν σε μια σειρά κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους ή κλήρου για το ποιος θα έμπαινε πρώτος, δεύτερος κ.ο.κ. Έτσι άρχιζε το παιχνίδι από τον πρώτο που έβαζε τη λίγκρα κάτω από το λιγκρί και με ένα, όσο γινόταν πιο δυνατό κτύπημα, προσπαθούσε να πετάξει το λιγκρί όσο πιο μακριά μπορούσε. Όσο ακόμα το λιγκρίν βρισκόταν στον αέρα και πριν πέσει στο έδαφος, είχε το δικαίωμα να το στείλει πιο μακριά, αν μάλιστα τα κατάφερνε με ένα δεύτερο χτύπημα να το προωθήσει μακρύτερα. Αφού πια το λιγκρίν έπεφτε στο έδαφος μπορούσε ο παίχτης με ένα ακόμη χτύπημα στη μια του άκρη να το ξανασηκώσει στον αέρα και μ’ ένα δεύτερο χτύπημα να το στείλει ακόμα πιο μακριά, λέγοντας μάλιστα τη λέξη μιάτσας (δηλ. μια φορά). Όταν πάλι έπεφτε το λιγκρίν στο έδαφος είχε το δικαίωμα να το σηκώσει ακόμα μια φορά από το έδαφος λέγοντας τη λέξη θκιότσας (δηλ. δυο φορές) και ακόμα μια τρίτη με την ίδια διαδικασία λέγοντας τη λέξη τρίτσας. Στόχος ήταν να διώξει το λιγκρίν όσο πιο μακριά μπορούσε από την εστία. Μετά ακολουθούσε ο επόμενος παίχτης, μετά ο μεθεπόμενος κοκ. Τελικός νικητής ήταν αυτός που έστελνε το λιγκρίν όσο το δυνατόν πιο μακριά από την εστία.
Μαντήλι: Όλοι οι παίκτες σχημάτιζαν ένα κύκλο και επιλεγόταν ένας, ο οποίος έμενε έξω από τον κύκλο. Αυτός έτρεχε γύρω από τους άλλους κρατώντας ένα μαντήλι. Όταν έδινε το μαντήλι σε κάποιον, έπαιρνε την θέση του και ο νέος παίκτης κρατούσε το μαντήλι και έπρεπε να αρχίσει να κτύπα τον διπλανό του και να τρέχουν γύρω από τον κύκλο.
Ποταμός: Όλα τα μέλη μπαίνουν στην σειρά σε απόσταση 2-3 μέτρα ανάμεσά τους, στερεώνουν τα χέρια στα γόνατα και σκύβουν το κεφάλι. Ο τελευταίος τρέχει και πηδά πάνω από τους όλους άλλους και όταν περάσει πάνω από τον πρώτο στη σειρά, σκύβει και αυτός. Τότε σηκώνεται ο επόμενος και κάνει την ίδια διαδικασία κ.ο.κ.
Σιύλλος τζιαι κόκκαλο: Οι παίκτες χωρίζονταν σε δύο ομάδες με ίσο αριθμό παιχτών. Ένας άλλος κρατά το κουρουπάτσι (το κόκκαλο-μαντήλι) στην μέση του χώρου που είχε αποφασισθεί ότι θα γίνει το παιχνίδι. Αυτός που κρατά το μαντήλι δεν μετακινείται και φωνάζει ένα- ένα αριθμό. Στις δύο ομάδες ο κάθε παίχτης έχει τον αριθμό του. Ο σκοπός του κάθε παίχτη είναι, όταν ακούσει τον αριθμό του, να τρέξει για να πάρει το μαντήλι και να επιστρέψει πίσω από την γραμμή της ομάδας του, πριν προλάβει ο αντίπαλος του να το πάρει ή να τον αγγίξει, καθώς τρέχει με το κουρουπάτσι. Όποιος καταφέρει να πιάσει το μαντήλι κερδίζει βαθμό για την ομάδα του.
Σακκουλοδρομίες: Ο κάθε παίκτης παίρνει μια σακούλα και βάζει μέσα τα πόδια του. Κρατά τη σακούλα στο πάνω μέρος της και στέκεται μπροστά στη γραμμή αφετηρίας. Σκοπός είναι να φτάσεις πρώτος στη γραμμή τερματισμού πηδώντας μέσα στη σακούλα. Είναι πολύ εύκολο να χάσει κάποιος την ισορροπία του, αλλά το παιχνίδι προσφέρει πολλή διασκέδαση στους διαγωνιζόμενους και στο κοινό. Όταν δοθεί το σύνθημα, συνήθως με ένα σφύριγμα, αρχίζουν όλοι οι παίκτες να πηδάνε προς το τέρμα. Οι πρώτοι τρεις συνήθως διαγωνίζονται ξανά για να βγουν οι τρεις καλύτεροι από όλες τις διαδρομές. Το παιχνίδι αυτό μπορεί να διεξαχθεί με τουλάχιστον δυο παίκτες. Ο ιδανικός αριθμός διαγωνιζομένους είναι από δέκα έως δεκαπέντε. Οι περισσότεροι παίκτες αυξάνουν την αγωνία, τον ανταγωνισμό και κυρίως το κέφι.
Σούσα: Στο παιχνίδι αυτό συμμετέχουν οι ελεύθεροι και οι ελεύθερες του χωριού ανά ζευγάρια. Μια κοπέλα κάθεται στη σούσα και ένας νέος κουνά τη σούσα και λέει τσιαττιστό. Υπάρχει επιτροπή που αναδεικνύει το καλύτερο τσιαττιστό.
Σκούπα ή σαρκά: Το παιχνίδι αυτό παίζεται τόσο από ελεύθερες όσο και από παντρεμένες κοπέλες με σκοπό να αναδείξει την καλύτερη νοικοκυρά. Γίνεται ένας κύκλος από τις κοπέλες και η πρώτη κοπέλα κρατάει μια σκούπα, όταν ξεκινήσει να παίζει η παραδοσιακή μουσική δίνουν γρήγορα η μία στη άλλη τη σκούπα μέχρις ότου σταματήσει να παίζει η μουσική. Τότε η κοπέλα που κρατάει την σκούπα χάνει και επαναλαμβάνεται το παιχνίδι μέχρι να μείνει η τελευταία κοπέλα στο κύκλο. Εκείνη που κερδίζει εκτός από το έπαθλο παίρνει και την σκούπα.
Σκατούλλικα: Ήταν ένα καθαρά διασκεδαστικό παιχνίδι χωρίς σχεδόν καθόλου ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Σ’ ένα κεντρικό σημείο του χωριού ή σε μια αλάνα μαζεύονταν τα παιδιά και οι φίλοι τους ή και όσοι είχαν διάθεση να διασκεδάσουν. Οι συμμετέχοντες έπαιρναν 8-10 πέτρες τα λεγόμενα σκατούλλικα, σχετικά επίπεδες, με μέγεθος μικρότερο από την παλάμη ενός ενήλικα, και τις τοποθετούσαν τη μια πάνω στην άλλη. Από την ομάδα των παιχτών επιλέγονταν ένας, με κλήρο ή με συμφωνία, ο λεγόμενος σκατάς που θα είχε ως έργο να φυλάει τις πέτρες, ώστε να διατηρούνται όρθιες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ακολούθως, οι παίχτες, που δεν έπρεπε να ξεπερνούν τους δέκα, στέκονταν μπροστά στο σωρό από τις πέτρες, σε απόσταση πέντε με δέκα μέτρων, σε μια γραμμή, κρατώντας ο καθένας από μια πλάκα στο χέρι. Καθεμιά από αυτές τις πλάκες έπρεπε να έχει κάποια διακριτικά σημάδια, ώστε να ξεχωρίζει από την πλάκα του άλλου. Το παιχνίδι άρχιζε και καθένας ρίχνοντας τη δική του πλάκα επεδίωκε να διαλύσει το σωρό απ’ τις πέτρες. Έριχνε ο πρώτος και αν κατάφερνε να ρίξει κάτω όλες τις πέτρες ήταν ο νικητής. Αν έριχνε μόνο 3-4 και έμεναν κι άλλες ακόμα στο σωρό, αυτό σήμαινε αποτυχία. Έτσι ακολουθούσε ο επόμενος, ο μεθεπόμενος κοκ. Καθένας που έριχνε την πέτρα του έπρεπε να την αφήσει στο σημείο όπου έπεσε, για να τη μαζέψει μετά και να επιστρέψει στην γραμμή με τους υπόλοιπους παίκτες, περιμένοντας κάποιος από τους επόμενους να ρίξει κάτω όλες τις πέτρες. Όταν ένας από τους παίχτες ρίξει κάτω όλα τα σκατούλλικα, ο σκατάς έπρεπε γρήγορα να επανατοποθετήσει τις πέτρες τη μια πάνω στην άλλη κι αμέσως να τρέξει να συλλάβει κάποιον από τους παίχτες για να γίνει αυτός, «ο συλληφθείς», ο σκατάς για τον επόμενο γύρο. Εν τω μεταξύ, παίρνοντας ο καθένας την πλάκα του, οι παίχτες έτρεχαν κι απομακρύνονταν για να μην τους πιάσει ο σκατάς που τους κυνηγούσε με αγωνία. Αν ο σκατάς δεν κατάφερνε να συλλάβει κανέναν, τότε ήταν αναγκασμένος να διατηρήσει ο ίδιος τον ρόλο αυτόν και στον επόμενο γύρο. Στην περίπτωση που κανένας από τους παίχτες δεν κατόρθωνε να ρίξει κάτω τα σκατούλλικα, τότε οι παίχτες επιλέγουν άλλον νέο σκατά και το παιχνίδι συνεχίζεται προσφέροντας αρκετή διασκέδαση σε συμμετέχοντες και παρευρισκόμενους.
Το Σχοινί: Το παιχνίδι παίζεται με δύο ομάδες. Το σχοινί σημαδεύεται στη μέση και η κάθε ομάδα παίρνει μία άκρη του σχοινιού. Με το σύνθημα έναρξης του παιχνιδιού η κάθε ομάδα προσπαθεί να τραβήξει προς το μέρος της την άλλη ομάδα. Νικήτρια είναι η ομάδα που θα τραβήξει την άλλη ομάδα προς το μέρος της πέρα από ένα καθορισμένο σημείο.
Συτζιά: Το παιχνίδι αφορούσε κυρίως τα κορίτσια. Έδεναν ένα σχοινί στον κορμό ενός δέντρου με το ελεύθερο τμήμα του να έχει μήκος 1,5-2 μέτρα. Ένα από τα κορίτσια, κρατώντας, την άκρη του σχοινιού προσπαθούσε να ακουμπήσει κάποιο από τα υπόλοιπα. Οι υπόλοιπες παίκτριες προσπαθούσαν να ακουμπήσουν στην πλάτη το κορίτσι που τα «κυνηγούσε», πριν προλάβει εκείνο να τα ακουμπήσει. Έτσι συνεχιζόταν το παιχνίδι έως ότου το πρώτο κορίτσι να καταφέρει να ακουμπήσει κάποιο από την παρέα, οπότε αυτό θα έπαιρνε ύστερα τη θέση της και θα κυνηγούσε τα υπόλοιπα παιδιά. Θαυμάζει λοιπόν κανείς τον απλοϊκό τρόπο και τα πενιχρά μέσα με τα οποία τα παιδιά του χωριού διασκέδαζαν και έπαιζαν στις ελεύθερες ώρες τους.
Τρεις έντεκα τρείς δώδεκα: Οι παίκτες χωρίζονται σε δύο ομάδες και στην κάθε μια ορίζεται ένας αρχηγός. Ο αρχηγός κάθεται σε μία καρέκλα και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σκύβουν μπροστά του, ο ένας πίσω από τον άλλο, με την πλάτη σε οριζόντια θέση. Πρέπει να κρατούν ο ένας τον άλλο από τα πόδια και να τοποθετήσουν το κεφάλι τους όσο πιο χαμηλά μπορούν. Οι παίκτες της δεύτερης ομάδας πηδούν όλοι με την σειρά και κάθονται στις πλάτες των αντιπάλων. Όταν όλοι καβαλικέψουν, ο αρχηγός λέει «τρεις έντεκα τρεις δώδεκα, τρεις πίττες τζαι λουκάνικα, αυκά, αυκά καθαριστά, στο καλάθι κρεμαστά αππίησεν ο κοτζινόκκαττος τζιαι εν άφησεν τον έναν», ενώ οι κάτω παίκτες προσπαθούν με διάφορες κινήσεις να ρίξουν τους αντιπάλους κάτω. Αν τα καταφέρουν αλλάζουν θέσεις, αν όχι, ο αρχηγός των καβαλάρηδων λέει «κίρκιλον κάτω», όλοι πηδούν κάτω και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία.
Φαρατζής: Ο Φαρατζής, που επιλέγεται από την ομάδα, ορίζει σε κάποιον να σταθεί με τις παλάμες των χεριών του να στηρίζονται στα γόνατα του (και παριστάνει το άλογο) και ο ίδιος ο φαρατζής πηδά από πάνω του. Στο σημείο όπου προσγειώνεται, πάει και παίρνει την θέση του το άλογο. Οι υπόλοιποι παίκτες στέκονται πίσω από μια γραμμή και προσπαθούν να πηδήσουν πάνω από το άλογο, παίρνοντας φόρα. Η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι κάποιος να μην μπορεί να πηδήσει και εκείνος τότε παίρνει την θέση του αλόγου.
Ανάγκη για διατήρηση της κυπριακής παράδοσης
Τα πασχαλινά παραδοσιακά παιχνίδια είναι μια σημαντική πλευρά της κυπριακής παράδοσης, ενισχύοντας τους δεσμούς μέσα στην οικογένεια και την κοινότητα. Μέσω αυτών των δραστηριοτήτων, οι νέοες γενιές βιώνουν τη μαγεία και την ευχαρίστηση του Πάσχα, κρατώντας ζωντανές τις πολιτιστικές τους ρίζες.
Καθώς οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής και οι τεχνολογικές εξελίξεις επηρεάζουν τους παραδοσιακούς τρόπους διασκέδασης, η διατήρηση αυτών των πασχαλινών παιχνιδιών είναι πιο σημαντική από ποτέ. Διάφοροι οργανισμοί και κοινότητες στην Κύπρο εργάζονται για να κρατήσουν ζωντανές τις παραδόσεις, διοργανώνοντας ειδικές εκδηλώσεις και εργαστήρια για τα παιδιά.
Τα πασχαλινά παραδοσιακά παιχνίδια στην Κύπρο είναι μια ζωντανή έκφραση της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Η συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες προάγει την οικογενειακή συνοχή, την κοινωνικοποίηση και τη δημιουργικότητα. Όσο οι γενιές περνούν, είναι αναγκαίο να διατηρούνται και να τιμούνται αυτές οι παραδόσεις, προσφέροντας έτσι στα παιδιά τη δυνατότητα να μεγαλώσουν μέσα σε μια κουλτούρα γεμάτη αγάπη, δημιουργικότητα και κοινές αναμνήσεις. Το Πάσχα είναι, τελικά, περισσότερο από μια θρησκευτική γιορτή, είναι μια γιορτή της ζωής και των σχέσεων που δημιουργούνται.
Σε ηλικία 88 ετών, ο Πάπας Φραγκίσκος έφυγε σήμερα από τη ζωή, λίγες ώρες αφότου απευθύνθηκε για τελευταία φορά στους χιλιάδες πιστούς Καθολικούς, που είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, ανήμερα το Πάσχα.