Διεθνής Τύπος: Κριτική στη Δύση για το Ουκρανικό, σημάδια σκλήρυνσης στάσης από τη Ρωσία

Διεθνής Τύπος: Κριτική στη Δύση για το Ουκρανικό, σημάδια σκλήρυνσης στάσης από τη Ρωσία

Η προειδοποίηση του ρωσικού Τύπου για πιθανή σκλήρυνση της στάσης της Μόσχας, με απειλές ακόμη και για ολοκληρωτικό υβριδικό πόλεμο, ξεχώρισε την προηγούμενη εβδομάδα στις αναλύσεις που εστιάζουν στις συνεχιζόμενες συγκρούσεις σε ολόκληρη την υφήλιο.

Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, οι αναλύσεις στον δυτικό Τύπο συνέδεσαν την επιδείνωση της κατάστασης στην Ουκρανία με την ασυνεπή και αναποφάσιστη πολιτική των ΗΠΑ στο Ουκρανικό. Οι συνεχείς παλινωδίες στην αποστολή στρατιωτικής βοήθειας εκλαμβάνονται ως μήνυμα αδυναμίας που ενθαρρύνει τη ρωσική επιθετικότητα. Ορισμένοι σχολιαστές μάλιστα υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται για αδυναμία, αλλά για συνειδητή στρατηγική κατευνασμού, με στόχο να εξαναγκαστεί το Κίεβο σε διαπραγματεύσεις υπό δυσμενείς όρους. Κοινή συνισταμένη της κριτικής είναι ότι οι κενές απειλές και η αναποφασιστικότητα της Δύσης υπονομεύουν την ουκρανική άμυνα σε μια κρίσιμη καμπή, καλώντας την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες.

Παράλληλα, ο Τύπος της Μέσης Ανατολής και της Ασίας συνέχισε να ασχολείται με τις επιπτώσεις της επιδείνωσης της κρίσης στην Γάζα. Ο δε, κινεζικός Τύπος έστειλε νέα προειδοποίηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το μέλλον των διμερών οικονομικών σχέσεων.

Ο Τύπος της Δύσης

Στο κύριο άρθρο με τίτλο «Ο Τραμπ θα έπρεπε να ανανεώσει τη δέσμευσή του στην υπόθεση της Ουκρανίας», που δημοσιεύθηκε στην Washington Post στις 8 Ιουλίου, η εφημερίδα ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Τραμπ για την ασυνεπή πολιτική της σχετικά με την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Επισημαίνεται ότι ο Υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, ανέστειλε τις αποστολές πυρομαχικών για τρίτη φορά σε έξι μήνες, με τον Πρόεδρο Τραμπ να αναγκάζεται να ανατρέπει την απόφαση κάθε φορά, αφότου η Ρωσία εκμεταλλευόταν την κατάσταση για να πλήξει στόχους αμάχων. Σύμφωνα με το άρθρο, αυτές οι παλινωδίες εκπέμπουν μήνυμα αδυναμίας και αναποφασιστικότητας προς τη Μόσχα, εκθέτουν τον πρόεδρο και βλάπτουν την ουκρανική άμυνα σε μια κρίσιμη στιγμή. Η Συντακτική Επιτροπή προτρέπει τον Τραμπ να δείξει έμπρακτα τη στήριξή του, όχι απλώς αποκαθιστώντας τη βοήθεια, αλλά αυξάνοντάς την, ώστε να ενισχυθεί η θέση της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης. Η επένδυση στην άμυνα της Ουκρανίας αποτελεί στρατηγικό συμφέρον για τις ΗΠΑ, καθώς αποτρέπει τη μελλοντική ρωσική επιθετικότητα, και ο Τραμπ οφείλει να διασφαλίσει ότι η κυβέρνησή του το κατανοεί.

Στο άρθρο γνώμης με τίτλο «Ο Τραμπ είναι έτοιμος να θυσιάσει την Ουκρανία για να κατευνάσει τη Ρωσία. Πρέπει να αναλάβουμε δράση», που δημοσιεύτηκε στην The Herald της Σκωτίας στις 4 Ιουλίου, ο Jim Sillars υποστηρίζει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αποφασίσει συνειδητά να διακόψει την προμήθεια κρίσιμων όπλων στην Ουκρανία, όπως πυραύλους Patriot. Η κίνηση αυτή, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, αποδυναμώνει δραστικά την ουκρανική άμυνα, την ώρα που οι ρωσικές δυνάμεις προελαύνουν. Ο Sillars εκτιμά ότι πρόκειται για μια σκόπιμη πολιτική των ΗΠΑ που αποσκοπεί στο να εξαναγκάσει το Κίεβο να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να υποχωρήσει στις εδαφικές απαιτήσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο απώτερος στόχος του Τραμπ φέρεται να είναι η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Μόσχα, με την ελπίδα να αποδυναμώσει τη συμμαχία της με την Κίνα. Ο αρθρογράφος συμπεραίνει ότι αυτή η πολιτική δεν εξυπηρετεί τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και καλεί τους Ευρωπαίους ηγέτες να εγκαταλείψουν την εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ, να αντιταχθούν στην πολιτική «παράδοσης της Ουκρανίας» και να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη για την παροχή των απαραίτητων εξοπλισμών.

Στο άρθρο του Pascal Riché με τίτλο «Γεωοικονομία, ή όταν οι μέθοδοι του εμπορίου αντικαθιστούν τις στρατιωτικές», που δημοσιεύθηκε στη Le Monde στις 9 Ιουλίου, αναλύεται η αναβίωση μιας έννοιας που κερδίζει συνεχώς έδαφος στη σύγχρονη παγκόσμια σκηνή. Η γεωοικονομία ορίζεται ως η τέχνη της χρήσης οικονομικών όπλων —όπως δασμοί, κυρώσεις ή έλεγχος επενδύσεων— για την αύξηση της πολιτικής ισχύος ενός κράτους. Ο όρος, που εισήγαγε ο Edward Luttwak το 1990 μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, προέβλεπε ότι οι εμπορικές συγκρούσεις θα αντικαθιστούσαν τις στρατιωτικές. Σήμερα, η έννοια επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, κυρίως λόγω των στρατηγικών φιλοδοξιών της Κίνας και των προστατευτικών πολιτικών των ΗΠΑ, όπως φάνηκε επί προεδρίας Τραμπ. Παρότι η γεωοικονομία δεν αποτελεί ακόμη επίσημο ακαδημαϊκό κλάδο, καθώς βρίσκεται στο μεταίχμιο γεωπολιτικής και οικονομίας, κερδίζει αναγνώριση σε πανεπιστήμια και κέντρα μελετών. Το άρθρο καταλήγει ότι η γεωοικονομία δεν σηματοδοτεί το τέλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά αποτελεί εξέλιξή της, καθώς χρησιμοποιεί τις οικονομικές διασυνδέσεις που αυτή δημιούργησε ως στρατηγικό εργαλείο.

Στο άρθρο της Janelle Dumalaon με τίτλο «Τραμπ και Νετανιάχου εξαίρουν τη “νίκη κατά του Ιράν”, ενώ η εκεχειρία στη Γάζα βρίσκεται σε τέλμα», που δημοσιεύθηκε στη Deutsche Welle (DW) στις 8 Ιουλίου, αναλύεται η πρόσφατη συνάντηση των δύο ηγετών στον Λευκό Οίκο. Παρά το κλίμα αμοιβαίου θαυμασμού και τους πανηγυρισμούς για τα πρόσφατα στρατιωτικά πλήγματα κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, το άρθρο τονίζει ότι κρίσιμα ζητήματα παραμένουν σε αδιέξοδο. Η προσπάθεια για εκεχειρία στη Γάζα καθυστερεί, με τις έμμεσες συνομιλίες να συνεχίζονται χωρίς ορατή πρόοδο. Κεντρικό εμπόδιο παραμένει η λύση των δύο κρατών, την οποία ο Νετανιάχου απορρίπτει κατηγορηματικά, επιμένοντας στον πλήρη έλεγχο της ασφάλειας από το Ισραήλ, στάση που υπονομεύει τον στόχο του Τραμπ για εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας. Επιπλέον, οι δύο ηγέτες φαίνεται να έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το Ιράν: ο Τραμπ επιδιώκει διπλωματικές συνομιλίες, ενώ ο Νετανιάχου βλέπει μια διαρκή υπαρξιακή απειλή. Αναλυτές χαρακτηρίζουν τη συνάντηση περισσότερο ως μια κίνηση δημοσίων σχέσεων παρά ουσίας, υπογραμμίζοντας ότι η επίλυση των προβλημάτων απαιτεί σκληρή διπλωματία.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

Στο άρθρο του Alonso Gurmendi με τίτλο «Η “βασισμένη σε κανόνες τάξη” της Δύσης είναι θαμμένη στη Γάζα. Θα επιβιώσει το διεθνές δίκαιο;», που δημοσιεύθηκε στο The New Arab στις 8 Ιουλίου, ο συγγραφέας διακηρύσσει τον θάνατο της δυτικοκεντρικής διεθνούς έννομης τάξης. Υποστηρίζει ότι οι κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ στη Γάζα —γενοκτονία, εκτοπισμός, χρήση της πείνας ως όπλου— με την ανοχή και την υποστήριξη της Δύσης, έχουν αποκαλύψει την υποκρισία της. Το διεθνές δίκαιο, ιστορικά ένα εργαλείο που εξυπηρετούσε την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, έχει καταστεί ανίσχυρο να αποτρέψει τις θηριωδίες, με τα διεθνή δικαστήρια (ICJ, ICC) να παρακάμπτονται ανοιχτά. Ωστόσο, ο Gurmendi εντοπίζει την ανάδυση μιας νέας, παράλληλης «γενεαλογίας» του διεθνούς δικαίου, που προωθείται από τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Πρωτοβουλίες όπως η προσφυγή της Νότιας Αφρικής κατά του Ισραήλ, του Νικαράγουα κατά της Γερμανίας και της Παλαιστίνης στο ΔΠΔ, σηματοδοτούν μια ιστορική στροφή. Αυτή η νέα αντίληψη, με ρίζες στα κινήματα αντίστασης και αποαποικιοποίησης, είναι ακόμα εύθραυστη. Όμως, ο συγγραφέας καταλήγει ότι η ενδυνάμωσή της εναπόκειται στους πολίτες παγκοσμίως, οι οποίοι, μέσω της ενεργοποίησης και των κινητοποιήσεών τους, χτίζουν ένα νέο, δικαιότερο νομικό πλαίσιο.

Στο άρθρο του Shay Gal με τίτλο «Η Τουρκία είναι το νέο Ιράν», που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουλίου στην Israel Hayom, αναλύεται η άποψη ότι η Τουρκία υπό τον Ερντογάν μετατρέπεται σε μια στρατηγική απειλή για το Ισραήλ, εφάμιλλη ή και μεγαλύτερη από αυτή του Ιράν. Ο συγγραφέας τεκμηριώνει τη θέση του αναφερόμενος στις στρατιωτικές φιλοδοξίες της Άγκυρας, όπως το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων και η ανάπτυξη του μαχητικού «Kaan», αλλά και στο πυρηνικό της πρόγραμμα στο Άκκουγιου, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρατιωτική χρήση. Παράλληλα, η επιθετική της στάση, με την κατοχή της Κύπρου, τις απειλές κατά της Ελλάδας και την υποστήριξη της Χαμάς, υπονομεύει την περιφερειακή σταθερότητα. Ο Gal τονίζει το παράδοξο: η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την ιδιότητά της ως μέλος του ΝΑΤΟ, δρα ανενόχλητη, υπονομεύοντας τη συμμαχία εκ των έσω. Επισημαίνεται η αναποτελεσματική και αντιφατική πολιτική της Δύσης (ΗΠΑ, ΕΕ), η οποία ενθαρρύνει τον Ερντογάν. Ως εκ τούτου, το Ισραήλ αντιμετωπίζει πλέον την τουρκική απειλή ως κορυφαία, ενισχύοντας στρατηγικές συμμαχίες με την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο και τα ΗΑΕ, και αναπτύσσοντας αποτρεπτικές ικανότητες.

Ο Τύπος της Ασίας

Στο άρθρο γνώμης του Dr. James J. Zogby με τίτλο «Πρέπει να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπος του Ισραήλ στους Παλαιστίνιους», που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουλίου στην Pakistan Today, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η διεθνής κοινότητα εστιάζει λανθασμένα σε ανέφικτες λύσεις για το Παλαιστινιακό, αγνοώντας την πραγματικότητα που έχει διαμορφώσει η ισραηλινή κατοχή. Επικαλούμενος ετήσιες δημοσκοπήσεις, περιγράφει τη δεινή κατάσταση των Παλαιστινίων: την ανθρωπιστική καταστροφή και την απώλεια περιουσιών στη Γάζα, την οικονομική ασφυξία και την ανασφάλεια λόγω της βίας των εποίκων στη Δυτική Όχθη, και την απομόνωση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Κοινό εύρημα είναι η βαθιά κρίση εμπιστοσύνης προς τις παλαιστινιακές ηγεσίες, τόσο τη Χαμάς όσο και την Παλαιστινιακή Αρχή, οι οποίες θεωρούνται απαξιωμένες και αναποτελεσματικές. Αν και η λύση των δύο κρατών παραμένει επιθυμητή για πολλούς, οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι η de facto κατάσταση πλησιάζει μια μονοκρατική πραγματικότητα υπό ισραηλινό έλεγχο. Ο Zogby καταλήγει ότι αντί να επιβαρύνονται οι Παλαιστίνιοι με μεταρρυθμίσεις, η διεθνής κοινότητα πρέπει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα: να πιέσει το Ισραήλ να τερματίσει την κατοχή και να επιβάλει διεθνή κηδεμονία για τη δημιουργία ενός βιώσιμου, ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Στο κύριο άρθρο της China Daily με τίτλο «Η ΕΕ βλάπτει τον εαυτό της προσπαθώντας να παίξει το “χαρτί του κλίματος”», που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουλίου, υποστηρίζεται ότι η άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υπογράψει κοινή διακήρυξη για το κλίμα δεν οφείλεται στις περιβαλλοντικές επιδόσεις της Κίνας, αλλά αποτελεί προσπάθεια να την πιέσει για τη στάση της στην Ουκρανία. Το άρθρο απορρίπτει τους ισχυρισμούς της ΕΕ, τονίζοντας ότι οι προσπάθειες της Κίνας για τη μείωση των εκπομπών είναι σημαντικές και αναγνωρισμένες, ακόμη και από την ίδια την Ένωση. Η πραγματική αιτία, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είναι η ουδέτερη και φιλειρηνική στάση που τηρεί το Πεκίνο στην ουκρανική κρίση, μια θέση που δεν προτίθεται να αλλάξει υπό πίεση. Η εφημερίδα χαρακτηρίζει την τακτική της ΕΕ «ευσεβή πόθο» και την καλεί να πάψει να χρησιμοποιεί τη συνεργασία για το κλίμα ως διαπραγματευτικό χαρτί. Αντ' αυτού, προτείνει στην ΕΕ να ακολουθήσει το παράδειγμα της Κίνας και να προωθήσει τον διάλογο για τον τερματισμό του πολέμου.

Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας

Στο άρθρο του Όλεγκ Κάρποβιτς με τίτλο «Επιστροφή στο Ρινγκ», που δημοσιεύθηκε στις 9 Ιουλίου στην Izvestia, ο αντιπρόεδρος της Διπλωματικής Ακαδημίας του ρωσικού ΥΠΕΞ υποστηρίζει ότι η Δύση εγκαταλείπει τη διπλωματία και επιστρέφει στην πολιτική της στρατηγικής ήττας της Μόσχας. Αναλύει πως ο Γερμανός Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έχει αναλάβει την ηγεσία της αντιρωσικής συμμαχίας, προωθώντας σχέδιο η Γερμανία να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος σταθμός για την αποστολή αμερικανικών όπλων στην Ουκρανία, με την υποστήριξη μιας «συμμαχίας των προθύμων». Ο Κάρποβιτς χαρακτηρίζει τη στάση της Ευρώπης «σχιζοφρενική», καθώς συνδυάζει τις εκκλήσεις για διάλογο με στρατιωτικές προετοιμασίες, τις οποίες θεωρεί μάταιες απέναντι στην υπεροχή της Ρωσίας. Καταλήγει ότι, αν η Δύση συνεχίσει την κλιμάκωση, η Μόσχα οφείλει να απαντήσει με έναν ολοκληρωτικό υβριδικό πόλεμο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, μόνο αφού η Ευρώπη βιώσει τις οδυνηρές συνέπειες μιας τέτοιας απάντησης, θα αναγκαστεί να προσέλθει σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις.

Στο άρθρο γνώμης του Andrew Chakhoyan, με τίτλο «Κενές απειλές από την Ουάσινγκτον, θανατηφόρες βόμβες από τη Ρωσία», που δημοσιεύθηκε στην Kyiv Independent (ημερομηνία πρόσβασης 10 Ιουλίου), υποστηρίζεται ότι η Δύση, και κυρίως οι ΗΠΑ, είναι συνένοχη για τις δολοφονίες αμάχων στην Ουκρανία. Ο αρθρογράφος ισχυρίζεται ότι η ρωσική επιθετικότητα ενθαρρύνεται από την αναποφασιστικότητα και τις κενές απειλές της κυβέρνησης Τραμπ, οι οποίες διαβρώνουν την αμερικανική αξιοπιστία. Αναφέρει ως παραδείγματα τις επανειλημμένες, ανεκπλήρωτες προθεσμίες προς τη Μόσχα, τις προσπάθειες για αποδυνάμωση των κυρώσεων, την περικοπή της στρατιωτικής βοήθειας και τον ατυχή εορτασμό της «Ημέρας της Ρωσίας» από το State Department. Τοποθετεί αυτή την πολιτική σε ένα ιστορικό πλαίσιο, υπενθυμίζοντας την αδύναμη αντίδραση των ΗΠΑ στην εισβολή στη Γεωργία (2008) και την παραβίαση της «κόκκινης γραμμής» στη Συρία (2012). Ως αντίδοτο, προβάλλει το δόγμα του Ρόναλντ Ρήγκαν «Ειρήνη μέσω Ισχύος», όπου η αποτροπή βασιζόταν τόσο στη στρατιωτική ικανότητα όσο και στην αξιοπιστία των λόγων.

Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

 

 

 

 

Βουλευτικές Εκλογές: Πολυκομματική Βουλή - Ρευστό Εκλογικό Σώμα και Ριζικές Ανακατατάξεις

Βουλευτικές Εκλογές: Πολυκομματική Βουλή - Ρευστό Εκλογικό Σώμα και Ριζικές Ανακατατάξεις

Οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, τον Μάιο του 2026, φαίνεται πως θα διαμορφώσουν ένα νέο, πιο κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό, με ριζικές διαφοροποιήσεις από τις εκλογές του 2021.

BEST OF TOTHEMAONLINE