«Με αισθήματα συγκίνησης και σεβασμού στεκόμαστε σήμερα εδώ, για να απευθύνουμε το ύστατο χαίρε στο ζεύγος Παντελή και Ελπινίκης Τσιαπούτα. Πενήντα ένα χρόνια χρειάστηκαν, για να φθάσουμε στη σημερινή μέρα. Πενήντα ένα χρόνια υπομονής και προσμονής από τους συγγενείς και φίλους που αναζητούσαν διακαώς απαντήσεις για τους αγαπημένους τους. Πενήντα ένα χρόνια μετά, οι ψυχές τους μπορούν επιτέλους να αναπαυτούν εν ειρήνη.
Ο Παντελής (Τσαγγάρη) Τσιαπούτα, γεννημένος τον Αύγουστο του 1909 και μεγαλωμένος στο Πραστειό, και η Ελπινίκη (Τσαγγάρη) Τσιαπούτα, γεννημένη το 1906, με καταγωγή από το Καϊμακλί, ήταν κάτοικοι του ιστορικού χωριού Πραστειού Αμμοχώστου.
Όταν τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στο νησί, οι κάτοικοι του Πραστειού αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Με την Εθνική Φρουρά στο πλευρό τους, αντιστάθηκαν με σθένος στον Αττίλα, αρνούμενοι να παραδοθούν αμαχητί. Ο τουρκικός στρατός όμως υπερίσχυε αριθμητικά, σφίγγοντας ολοένα και περισσότερο τον κλοιό γύρω από το χωριό.
Η έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής βρήκε το Πραστειό αποκομμένο από τις ελεύθερες περιοχές. Στις 17 Αυγούστου 1974, οι Τούρκοι βομβάρδισαν το χωριό, αναγκάζοντας πολλούς κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Ένας μικρός αριθμός παρέμεινε εγκλωβισμένος, ανάμεσά τους ο Παντελής και η σύζυγός του Ελπινίκη. Οι λιγοστοί αυτοί κάτοικοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε οικία χωριανού για καταγραφή των ονομάτων τους από Τούρκο αξιωματούχο, προτού αφεθούν ελεύθεροι. Η προσωρινή αυτή αδράνεια του Αττίλα δεν διήρκεσε πολύ.
Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, Τούρκος στρατιώτης κτύπησε άγρια τον Παντελή στην αυλή του σπιτιού του. Το ζεύγος, φοβισμένο, αναζήτησε καταφύγιο σε οικία συγχωριανής τους. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Παντελής ζήτησε να μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Δεκέλειας, καθώς υπέφερε ακόμη από τον άγριο ξυλοδαρμό. Την ίδια μέρα, στρατιώτες τούς επιβίβασαν σε όχημα για τη δήθεν μεταφορά τους στο νοσοκομείο. Ήταν η τελευταία φορά που οι συγχωριανοί τους τούς είδαν ζωντανούς. Οι συνθήκες του θανάτου τους παραμένουν άγνωστες.
Το 2010 τα οστά του άτυχου ζεύγους βρέθηκαν σε κοινό τάφο στην περιοχή της Περιστερονοπηγής, στο πλαίσιο του προγράμματος εκταφών και αναγνώρισης λειψάνων της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων Κύπρου, που λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Κυρίες και κύριοι,
Καθώς οι προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού εντείνονται, το ζήτημα της δικαίωσης των αγνοουμένων μας δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να τεθεί σε δεύτερη μοίρα. Η Κυβέρνηση του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην προσπάθεια διακρίβωσης της τύχης και του τελευταίου αγνοούμενου.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν προχωρήσει θεσμικές αλλαγές για αποτελεσματικότερες διαδικασίες και ενίσχυση της ροής πληροφοριών που θα συμβάλουν στην αποκάλυψη της αλήθειας. Παράλληλα, με στοχευμένες πρωτοβουλίες επιδιώκεται η επανέναρξη του διαλόγου με κάθε πρόσφορο μέσο.
Η πρόσφατη αναφορά του Γενικού Γραμματέα (ΓΓ) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στην ανάγκη συνέχισης των συνομιλιών από το σημείο όπου διακόπηκαν στο Κρανς Μοντάνα έχει ιδιαίτερη σημασία και μάς επιτρέπει να διατηρούμε συγκρατημένη αισιοδοξία.
Παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες, θα συνεχίσουμε την προσπάθεια. Θα αξιοποιήσουμε την πρωτοβουλία του ΓΓ και το αυξημένο ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως για το θέμα των αγνοουμένων μας, και θα πράξουμε ό,τι είναι δυνατόν, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα οδηγήσουν στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
Προσμένουμε, ως λαός και ως πολιτεία, τη μέρα που θα μπορούμε να αποδώσουμε δικαιοσύνη στους πεσόντες, στους αγνοουμένους και στους αγωνιστές της πατρίδας μας, επιτυγχάνοντας μια ειρηνική και δίκαιη λύση.
Με αίσθημα σεμνότητας αποχαιρετάμε σήμερα τον Παντελή και την Ελπινίκη Τσιαπούτα. Ας αναπαυθούν οι ψυχές τους έπειτα από 51 χρόνια αναμονής.
Υποσχόμαστε να κρατούμε άσβεστη τη φλόγα του αγώνα για δικαίωση, για εσάς και για όλους όσων η τύχη παραμένει άγνωστη.
Αιωνία ας είναι η μνήμη τους».