Ακόμα ένα κυπριακό success story. Του ντόπιου ηλικιωμένου θηρευτή που νομίζει ότι ο κόσμος του χρωστάει κι ενός σάπιου, δυσλειτουργικό σύστημα που η πρώτη του ενστικτώδης αντίδραση είναι να καλύπτει το σινάφι του.
Δύο γυναίκες λοιπόν καταγγέλλουν υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπ. Παιδείας η μία για άσεμνη επίθεση όταν ήταν ανήλικη, η δεύτερη για σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας (αμφότερες εργάζονται στο ίδιο Υπουργείο). Το Υπουργείο διατάσσει πειθαρχική έρευνα που δεν βρίσκει τίποτα(!) μεμπτό, κλείνει την υπόθεση και ο καταγγελλόμενος συνεχίζει απτόητος την καριέρα του ενώ στην πορεία προάγεται(!) κιόλας. Έτσι πλέον διατηρεί ακόμα υψηλότερη θέση, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τις δύο γυναίκες που μένουν εκτεθειμένες και στον ίδιο χώρο εργασίας μαζί του και αυτός είναι πρακτικά προϊστάμενός τους. Πώς είπαμε ότι προστατεύουμε τα θύματα και τα ενθαρρύνουμε να προχωρούν σε καταγγελίες; Καμία σχέση!
Αφού έφαγαν πόρτα από το Υπουργείο οι δύο γυναίκες προχωρούν σε καταγγελία στην Αστυνομία η οποία -μαντέψτε- μετά από σχετική έρευνα ανακαλύπτει ότι οι καταγγελίες έχουν βάση και η υπόθεση οδηγείται με τη σύμφωνη γνώμη της ΝΥ στα δικαστήρια. Η... υπόθεση για την οποία το Υπουργείο δεν βρήκε απολύτως τίποτα. Ακόμα μια χαρακτηριστική περίπτωση κρατικής αναλγησίας; Ή μήπως κάτι πολύ χειρότερο (και σκοτεινότερο) νοουμένων και των πολιτικών διασυνδέσεων του κατηγορούμενου;
Κι εδώ είναι που η υπόθεση γίνεται ακόμα πιο σουρεαλιστική. Οι γυναίκες έκαναν καταγγελία και στο Τμήμα Ισότητας του Υπουργείου Εργασίας, όμως το Παιδείας δεν έδινε το αποτέλεσμα της πειθαρχικής έρευνας επικαλούμενο δήθεν προσωπικά δεδομένα αλλά ούτε και τα σχετικά στοιχεία με αποτέλεσμα η έρευνα από το Εργασίας να μην οδηγήσει πουθενά.
Οι φωνές των δύο γυναικών έφτασαν μέχρι το γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία επίσης δεν μπορούσε να κάνει και πολλά αφού το Υπουργείο Παιδείας αρνείται πεισματικά να της παραδώσει τα στοιχεία της καταγγελίας αλλά και της πειθαρχικής έρευνας που διεξήγαγε με την οποία ξέπλυνε κανονικά τον κατηγορούμενο. Και πάλι το Υπουργείο επικαλέστηκε προσωπικά δεδομένα για την μη προώθηση των στοιχείων στην Επίτροπο, χωρίς προηγουμένως να έχουν εξασφαλίσει γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία. Η επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού Λοττίδη δήλωσε στον “Πολίτη” ότι «καμία άλλη φορά, με κανέναν άλλο φορέα, οργανισμό ή υπουργείο, δεν μας έτυχε να έρθει κοντά μας καταγγελία, να ζητήσουμε στοιχεία για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν και να αρνηθούν να μας τα δώσουν» προσθέτοντας ότι «πουθενά στη νομοθεσία δεν αναφέρεται η ανάγκη για εξασφάλιση γνωμάτευσης, με την πράξη αυτή του Υπουργείου Παιδείας να αντιβαίνει στη λειτουργία και τον θεσμό της Επιτρόπου».
Η επίτροπος ανέφερε ενδεικτικά ότι τα τελευταία τρία χρόνια (2022-2025) καταγγέλθηκαν στο γραφείο της 13 υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης οι οποίες ερευνήθηκαν χωρίς ποτέ κάποια πλευρά να αρνηθεί να παραδώσει στοιχεία. Τώρα βέβαια είναι αργά, ακόμα κι αν το Υπουργείο -που επιμένει ότι έπραξε σωστά και ότι δεν υπήρξε καμία πρόθεση συγκάλυψης- παραδώσει τα στοιχεία δεν θα μπορέσει να διεξάγει νέα έρευνα από τη στιγμή που ξεκίνησε η δικαστική διαδικασία. Συνεπώς η όποια μορφή δικαιοσύνης για τα θύματα θα έρθει -αν έρθει- μόνο από το δικαστήριο (η εκδίκαση ξεκινάει στις 31 Οκτωβρίου).
Εν τω μεταξύ με το που έγινε γνωστό ότι ξεκίνησε η δικαστική διαδικασία η ΕΔΥ εδέησε και έθεσε τον κατηγορούμενο σε διαθεσιμότητα. Την ίδια στιγμή ο τύπος κατάλαβε ότι ο κλοιός άρχισε να σφίγγει και ξεκίνησε τη διαδικασία πρόωρης αφυπηρέτησης ώστε σε περίπτωση που πάει κάτι στραβά να μην χάσει την (παχυλή) σύνταξη. Γιατί ας μην ξεχνάμε πως ένα ολόκληρο σύστημα δικαιοσύνης αλλά και ο κρατικός μηχανισμός με τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία, τα “παραθυράκια” και τους απαρχαιωμένους κανονισμούς (χώρια τη σάπια νοοτροπία) είναι φτιαγμένα να προστατεύουν τους εγκληματικά ανίκανους, τους θηρευτές και τα λαμόγια, ενώ τα θύματα διακρίσεων, σεξουαλικής παρενόχλησης ή άλλων επιθέσεων που καταγγέλλουν τους δράστες καθώς και οι whistleblowers που απλά μπούχτισαν να βλέπουν γύρω τους διαφθορά και αποφασίζουν να μιλήσουν, αντιμετωπίζονται με καχυποψία, περιφρόνηση και απαξίωση, ενώ ταυτόχρονα αποθαρρύνονται από τις (επίτηδες) πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες με τα αμέτρητα παραθυράκια και τους απροσπέλαστους τοίχους. Ο κατηγορούμενος ναι μεν είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου και μόνο το δικαστήριο θα αποδείξει την ενοχή του ή όχι, όμως είναι ολοφάνερο πως το σύστημα μπάζει σε ότι αφορά τις διαδικασίες που αφήνουν διαρκώς εκτεθειμένα τα θύματα.
Την ίδια στιγμή, όπως είδατε, θηρευτές σαν τον συγκεκριμένο λαμβάνουν και προαγωγή “γιατί δικαιούνται από τον νόμο” και όχι γιατί κάποιοι έκαναν τα στραβά μάτια (από ανικανότητα; σκόπιμα;) όταν παραβιάστηκε ο νόμος. Σάμπως θα μου πείτε συνέβη για πρώτη φορά; Κι άλλος ανώτερος λειτουργός του δημοσίου που εμπλέκεται όχι σε μία αλλά σε τρεις ποινικές υποθέσεις και.. προήχθη κανονικά σαν να μην συνέβη τίποτα για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Μόνο που με τον όρο “δημόσιο” εννοούν το ίδιο το σύστημα και φυσικά ποτέ τους πολίτες.
Γιατί σίγουρα δεν είναι προς το συμφέρον μας να προάγονται οι άχρηστοι, οι διεφθαρμένοι και οι θηρευτές...